πρωτεύω
χαῖρ', ὦ μέγ' ἀχρειόγελως ὅμιλε, ταῖς ἐπίβδαις, τῆς ἡμετέρας σοφίας κριτὴς ἄριστε πάντων → all hail, throng that laughs untimely on the day after the festival, best of all judges of our poetic skill
English (LSJ)
(πρῶτος)
A to be the first, hold first place, And.4.41 (s.v.l.), Pl.Lg.692d, Arist.EN1124b23; οἱ πρωτεύοντες the primates or chief men in a city, Hdn.8.7.2, cf. Isoc.5.68; hold position of πρῶτος (q.v.), MAMA4.151 (Apollonia); π. τοῦ ἔθνους OGI563.6 (Cadyanda). II with a modal word added, to be first in a thing, καρτερίᾳ X.Ages.10.1; βδελυρίᾳ Aeschin.1.192; γένει Is.1.21; ἐν ἕδρᾳ X.Cyr.8.4.5; περὶ κακίαν Aeschin.2.159; φιλίᾳ π. παρὰ τῷ Κύρῳ X.Cyr.8.2.28, cf. Isoc.3.60; ἐν τούτοις (sc. ἐπιτηδεύμασιν) Id.7.48. 2 c. gen. pers., to be first of or among, Ἑλλήνων ib.6; τῶν ῥητόρων Aeschin.1.171, cf. X.Ages.1.3; π. Ἑλλάδος εἰς ἀρετήν Epigr.Gr.489: also π. ἐν τοῖς Ἕλλησι Isoc.8.24; ἐν τῷ δήμῳ D.19.297. III = προτερέω, excel, π. τῆς Ἀρτέμιδος ταῖς κυνηγεσίαις D.S.4.81.
German (Pape)
[Seite 804] der erste sein, den ersten Rang einnehmen; ἡ πρωτεύουσα πόλις ἐν τοῖς τότε χρόνοις, Plat. Legg. III, 692 d; πρωτεύειν φιλίᾳ παρά τινι, Xen. Cyr. 8, 2, 28, u. öfter; Andoc. 4, 41; γένει, Is. 1, 21; περί τι, Aesch. 2, 159; παρά τινι, Isocr. 3, 60; ἐν τῷ δήμῳ, Dem. 19, 297; u. Sp., οἱ πρωτεύοντες, Luc. de salt. 79; πάντων κάλλει, vor Allen den Vorzug an Schönheit haben, Alle an Schönheit übertreffen; πρεσβείας ἔπεμπον ἀπὸ τῶν πρωτευόντων παρ' αὐτοῖς ἀνδρῶν, Hdn. 8, 7, 3.