εὐνομία
αἰὲν ἀριστεύειν καὶ ὑπείροχον ἔμμεναι ἄλλων → always strive for excellence and prevail over others (Iliad 6.208, 11.784)
English (LSJ)
Ep. and Ion. -ιη, ἡ,
A good order, ἀνθρώπων ὕβριν τε καὶ εὐνομίην ἐφορῶντες Od.17.487; ἐν εὐ. εἶναι Xenoph.2.19; μετέβαλον ὧδε ἐς εὐ. Hdt.1.65, cf. 2.124: pl., εὐνομίῃσι πόλιν κάτα . . κοιρανέουσ' h.Hom.30.11, cf. Pl.Sph.216b; ἀπόλεμος εὐ. Pi.P.5.67, cf. AP6.195 (Arch.); Καίσαρος εὐ. ib.236 (Phil.); εὐνομίαν διὰ τῆς μουσικῆς εἰσδέχεσθαι Pl.R.425a; οὐκ ἔστι εὐνομία τὸ εὖ κεῖσθαι τοὺς νόμους, μὴ πείθεσθαι δέ Arist.Pol.1294a3, cf. 1280b6, Pl. Def.413e; οἱ ἐπὶ τῆς εὐνομίας, title of officials in Crete, GDI5075.35 (Latos). 2 loyalty to divine law, εὐνομίᾳ σέβων μεγίστᾳ S.Aj.713 (lyr.). 3 personified as daughter of Themis, Hes.Th.902, cf. Pi.O.9.16, 13.6, B.12.186, D.25.11, Lyr.Adesp.140.6, IG2.1598; title of a poem by Tyrtaeus, cf. Arist.Pol.1307a1, Str.8.4.10. 4 observance of the laws of art, εὐ. μουσική Longus 2.35. II (εὔνομος 11) diligence in foraging: metaph., of bees, Philostr.Im.2.2; regularity in pasturing, of sheep, Longus 1.5.
German (Pape)
[Seite 1083] ἡ, 1) gute Gesetze, gesetzliche Ordnung, einmal bei Hom., Odyss. 17, 487 θεοὶ ἐπιστρωφῶσι πόληας, ἀνθρώπων ὕβριν τε καὶ εὐνομίην ἐφορῶντες, Scholl. εὐνομίην: ἅπαξ εἴρηται παρὰ τῷ ποιητῇ; Plat. Soph. 216 b ὕβρεις τε καὶ εὐνομίας τῶν ἀνθρώπων καθορᾶν, wie auch H. h. 30, 11 den plur. hat, εὐνομίῃσι πόλιν κάτα κοιρανέουσι. Das Wort νόμος kommt bei Hom. nicht vor, denn Zenodots Lesart Odyss. 1, 3 πολλῶν δ' ἀνθρώπων ἴδεν ἄστεα καὶ νόμον ἔγνω is. Scholl.) ist ohne Zweifel zu verwerfen; das Wort εὐνομίη leitete Aristarch von εὖ νέμεσθαι ab, s. Lehrs Aristarch. ed. 2 p. 348. – Pind. εὐν. ἀπόλεμος, der Friede, P. 5, 67, u. personificirt, s. nom. pr.; vgl. καὶ σέο φῶτες πρὸς βαιὸν τόξων εὐνομίην ἄγομεν, wir haben Ruhe vor deinem Bogen, Alph. 3 (Plan. 212). Bes. = die Beobachtung der Gesetze, wie Arist. pol. 4, 8 bemerkt οὐκ ἔστι δὲ εὐνομία τὸ εὖ κεῖσθαι τοὺς νόμους, μὴ πείθεσθαι δέ ff.; Plat. defin. 413 e εὐν. πειθαρχία νόμων σπουδαίων; vgl. Soph. θεῶν θέσμι' ἐξήνυσ' εὐνομίᾳ σέβων μεγίστᾳ, Ai. 699; Ar. Av. 1540; – in Prosa, εἶναι ἐν Αἰγύπτῳ πᾶσαν εὐνομίην Her. 2, 124; ὅταν παῖδες εὐνομίαν διὰ τῆς μουσικῆς εἰσδέξωνται Plat. Rep. IV, 425 a; ἐν ταῖς ψυχαῖς Legg. XII, 960 d. – Long. 2, 35 εὐν. μουσική, gute Melodie. – 2) die gute Weide, Philostr. imagg. 2, 2; vgl. Long. 1, 5.