τρέχω

From LSJ
Revision as of 19:13, 2 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (13_7_2)

ἀπὸ λεπτοῦ μίτου τὸ ζῆν ἤρτηται → life hangs by a thin thread

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τρέχω Medium diacritics: τρέχω Low diacritics: τρέχω Capitals: ΤΡΕΧΩ
Transliteration A: tréchō Transliteration B: trechō Transliteration C: trecho Beta Code: tre/xw

English (LSJ)

Od.9.386, etc.: fut. θρέξομαι (ἀπο-) Ar.Nu. 1005 (anap.), (μετα-) Id.Pax 261, (περῖ) Id.Ra.193; θρέξω only in Lyc.108; but

   A ἀπο-θρέξεις Pl.Com.232: aor. 1 ἔθρεξα (v. infr.):—but the usual fut. and aor. come from the root δραμ-, viz. δρᾰμοῦμαι E.Or.878, X.An. 7.3.45, etc.; Ion. δραμέομαι Hdt.8.102; late δραμῶ LXX Ca.1.4; but ὑπερ-δραμῶ Philetaer.3 (dub. l.); δράμομαι in compd. ἀναδράμεται AP 9.575 (Phil.): aor. 2 ἔδρᾰμον (v. infr.): pf. δεδράμηκα [ᾰ] Philem. 38, Men.741, (ἀνα-) Hdt.8.55, (κατα-) X.HG4.7.6, (περι-) Pl.Clit. 410a, (συν-) D.17.9: plpf. ἐδεδραμήκεσαν (κατ-) Th.8.92: poet. pf. δέδρομα (ἀνα-, ἐπι-) Od.5.412, 20.357:—Pass., pf. δεδράμημαι (ἐπι-) X.Oec.15.1.—The Verb is not common in Hom., who has pres. in Il.23.520, Od.9.386; in Il.18.599,602, Ion. Iterat. θρέξασκον (ἔθρεξα was also old Att., Epigr. ap. Plu.Arist.20, E.IA1569 (s. v. l., ἔβρεξε Weil), (περι-) Ar.Th.657); but the common aor. was ἔδραμον, Il. 23.393, Od.23.207, al.—Dor. τράχω [ᾰ] Pi.P.8.32, Hsch., EM356.10: fut. θραξοῦμαι Hsch.:—run, of men, ἰθὺς δράμε Od.23.207, etc.; θρέξασκον ἐπισταμένοισι πόδεσσι Il.18.599; τρέχει Ὅρκος ἅμα . . δίκῃσιν Hes. Op.219; ᾤχεο τρέχων Epich.37,110 (τράχων cf. Ahrens); βαδίζειν καὶ τ. Pl.Grg.468a; τρέχων, opp. βάδην, X.Cyr.2.2.30; τ. χερσίν, οὐ ποδωκείᾳ σκελῶν A.Eu.37: of horses, Il.23.393,520: the part. is freq. added to another Verb, τί οὐ τρέχων σὺ τὰς τραπέζας ἐκφέρεις; why do you not run and carry out . . ? Pl.Com.69.2, cf. Pl.R.327b; v. infr. 2.    2 of things, move quickly, τὸ δὲ [τρύπανον] τ. ἐμμενὲς αἰεί Od.9.386, cf. Il.14.413; ναῦς παρὰ γῆν ἔδραμεν Thgn.856; πόλιν . . ἐξ οὐρίων δραμοῦσαν S.Aj.1083; τὸ δ' ἐν ποσὶ τράχον ἴτω let what is now before me go trippingly, Pi.P.8.32; ἐπὶ καρδίαν ἔδραμε . . σταγών A.Ag.1121 (lyr.); ἔρις δραμοῦσα τοῦ προσωτάτω having run its course, S.Aj. 731; πυρετὸς . . ἥκει τρέχων has come quickly, Nicopho 12.    3 οἱ τρέχοντες a constellation rising with Libra, Antiochus ap. Teucrum in Boll Sphaera 58.    II c. acc. loci, run over, ῥόθια πεδία E.Hel.1117 (lyr.); ὁ ἵππος τ. καὶ πρανῆ καὶ ὄρεια X.Eq. 8.1:—in Att. Prose θέω seems to be more freq. in the pres., and in some phrases used exclusively, e.g. θεῖν δρόμῳ, v. θέω (A) 11.1 and cf. Th.3.111, X.An.1.8.18.    2 c. acc. cogn., δραμεῖν ἀγῶνα, βῆμα, δίαυλον, δρόμον, run a course, a heat, E.El.883,954, Alex.235, Men. 741, etc.; λαμπάδας, i. e. torch-races, IG22.1028.14: freq. metaph., ἀγῶνα δρ. run a risk, E.Alc.489, cf. IA1455; ἀγῶνα θανάσιμον δραμούμενον Id.Or.878; πολλοὺς ἀγῶνας δραμέονται περὶ σφέων αὐτῶν run for their life or safety, Hdt.8.102; κινδύνων τὸν μέγιστον τ. D.H.4.47; τὸν ὑπὲρ ψυχῆς ἀγῶνα, κίνδυνον ὑπὲρ τῆς ψυχῆς τ., Id.7.48, 4.4; ἐσχάτην τρέχοντες ταύτην Plb.1.87.3: sts. the acc. is omitted, περὶ ἑωυτοῦ τρέχων running for his life, Hdt.7.57; περὶ τῆς ψυχῆς Id.9.37; φόνου πέρι E.El.1264; περὶ νίκης f.l. in X.An.1.5.8 (ἐπὶ νίκῃ Rehdantz); cf. θέω (A) 1.2, δρόμος 1.2, κρέας fin.    3 παρὰ ἓν πάλαισμα ἔδραμε νικᾶν he was within one fall or bout of carrying off the victory, Hdt.9.33; cf. παρά c. 111.5, τριάζω 1.    4 commit, μηδ' ἑτέρας δραμεῖν ἀταξίας ἢ ἀσελγίας PLond.5.1711.34 (vi A. D.).

German (Pape)

[Seite 1138] dor. τράχω, s. Böckh v. l. Pind. P. 8, 34; fut. θρέξομαι, p. ἀποθρέξεις wird B. A. 427 aus Plat. com. angeführt, s. ἀνατρέχω; aor. ἔθρεξα, θρέξασκον, Il. 18, 399; gewöhnlicher fut. δραμοῦμαι; δραμῶ nur in der Zusammensetzung ὑπερδραμῶ, Philetaer. bei Ath. X, 416 f; u. δράμομαι in der Zusammensetzung ἀναδράμεται, Philp. 24 (IX, 575); aor. ἔδραμον; perf. δεδράμηκα, p. auch δέδρομα, vgl. ἐπιδεδράμημαι; Hom. hat das praes. Il. 23, 520 Od. 9, 386; θρέξασκον Il. oft; aor. II. Il. 23, 393 Od. 23, 307; das perf. nur in Zusammensetzungen; – laufen, Hom. Il. 23, 520; auch mit dem Zusatz ποσί, πόδεσσι, 18, 599, wie Pind. Ol. 11, 65; ἐν ποσί μοι τράχον χρέος, P. 8, 33, wo Böckh zu vgl.; ἅμα τινί, mit Einem gleichen Schritt halten, Hes. O. 221; Tragg. u. in Prosa; aor. I. auch att., Ar. Nubb. 1095 Th. 657; übertr., λήγει δ' ἔρις δραμοῦσα τοῦ προσωτάτω, Soph. Ai. 718; δρόμον δραμεῖν, ἀγῶνα δραμεῖν, wie unser »Gefahr laufen«, Her. 8, 102; Eur. I. A. 1456 El. 883; ἀγῶνα θανάσιμον δραμούμενον, Or. 876; τρέχειν περὶ ἑωυτοῦ, περὶ ψυχῆς, laufen, um sich selbst od. sein Leben zu retten, Her. 7, 57. 9, 37; φόνου πέρι, Eur. El. 1264; so τρέχειν τὴν ἐσχάτην, Pol. 1, 87, 3. 18, 35, 6; περὶ νίκης, Xen. An. 1, 5, 8; παρ' ἓν πάλαισμα ἔδραμε νικᾶν, außer einer Kampfübung trug er den Sieg davon, Her. 9, 33; βαδίζειν καὶ τρέχειν, Plat. Gorg. 468 a; Folgde.