σελαγέω
ἀλλὰ σὺ μὲν νῦν στῆθι καὶ ἄμπνυε → but you, stop now and catch your breath | but do thou now stand, and get thy breath
English (LSJ)
(σέλας)
A enlighten, illuminate, ἀκτὶς ἀελίω σελάγεσκε . . γαῖαν Hymn.Is.9:—Pass., beam brightly, σελαγεῖτο δ' ἀν' ἄστυ πῦρ E. El.714 (lyr.); ὄμμα αἰθέρος σελαγεῖται Ar.Nu.285, cf. 604; also, to be in a blaze, Id.Ach.924sq. II intr., shine, beam, Opp.C.1.210,3.136.
German (Pape)
[Seite 869] 1) erhellen, erleuchten, bestrahlen. – Pass. σελαγεῖσθαι, bestrahlt werden, dah. in hellem Glanze stehen, σελαγεῖτο ἀν' ἄστυ πῦρ ἐπιβώμιον, Eur. El. 714; ὄμμα γὰρ αἰθέρος ἀκάματον σελαγεῖται μαρμαρέαις ἐν αὐγαῖς, Ar. Nubb. 286; σὺν πεύκαις, 594; auch in hellen Flammen stehen, Ach. 924, κεἴπερ λάβοιτο τῶν νεῶν τὸ πῦρ ἅπαξ, σελαγοῖντ' ἂν εὐθύς. – 2) intr., leuchten, strahlen, schimmern, χαλκὸν σελαγεῦντα, Opp. Cyn. 1, 210.