μεγαλόπολις
From LSJ
English (LSJ)
epith. of great cities,
A αἱ μεγαλοπόλιες Ἀθᾶναι Pi.P.7.1; μεγαλοπόλιες ὦ Συράκοσαι ib.2.1; ἁ μ. Τροία E.Tr.1291 (lyr.); Ἀθθίς Pae.Delph.8; ἡ λαμπροτάτη μ. Ἀλεξάνδρεια PLips.45.13 (iv A. D.); also of the κόσμος, Ph.1.4, al.
German (Pape)
[Seite 107] eine große Stadt bildend; μεγαλοπόλιες Συράκοσαι, Pind. P. 2, 1; Eur. Troad. 1291 u. Sp. S. auch μεγαλόπτολις u. nom. pr.