εὔρυθμος
κάλλιστον ἐφόδιον τῷ γήρᾳ ἡ παιδεία (Aristotle, quoted by Diogenes Laertius 5.21) → the finest provision for old age is education
English (LSJ)
ον, Ep. ἐΰρρ- Man.1.60:—
A rhythmical, μουσικὴ εὔ., distd. fr. εὐμελής, Arist.Pol.1341b26; λέξις Id.Rh.1409a21; opp. ἔνρυθμος, D.H.Comp. 11,25; εὔ. κρούματα Ar. Th.121 (lyr.); εὔ. πούς moving in time, keeping time, ib.985 (lyr.); προβήματα Id.Pl.759; μέλος Pl.Lg.655a; κίνησις ib.795e; σφυγμὸς εὔ. a regular pulse, Gal.19.409. Adv. -μως, καὶ μουσικῶς εἰπεῖν Isoc.13.16; φέρεσθαι Plu.2.45e. 2 of persons, orderly, graceful, Pl.Prt.326b (Comp.), R.413e, etc.; εὔ. βακτηρία 'the nice conduct of a cane', Antiph.33.4. Adv. -μως gracefully, E. Cyc.563; πέμπειν εὐ. τὸν κότταβον Pl.Com.47. 3 well-proportioned, well-fitted, both of the armourand the body, X.Mem.3.10.10 (Comp.), 11; τὸν πόδα -ότερον τοῦ ὑποδήματος Thphr.Char.2.7; εὔ. ὀρνίθιον Arist.HA592b24; φύλλα Thphr.HP3.18.7 (Comp.), cf. 12.9. 4 of surgical operations, in Adv., neatly, Hp.Off.4.
German (Pape)
[Seite 1094] in gehörigem Verhältniß, den Takt od. Rhythmus beobachtend, bes. von der Musik u. der Bewegung, κρούματα Ar. Th. 121; προβήματα Plut. 759; dah. auch πούς, Th. 985; μέλος ἢ σχῆμα Plat. Legg. II, 655 a; κἰνησις VII, 795 e; εὔρυθμον ἑαυτὸν ἐν πᾶσι παρέχειν Rep. III, 413 e; τὸ εὔρυθμον τῇ καλῇ λέξει ἕπεται ὁμοιούμενον ib. 400 d; εὐρυθμοτέρους ποιῶ τοὺς θώρακας, besser passend, Xen. Mem. 3, 10, 9; auch σώματα, wohl proportionirt, ibd. 11; σφυγμός, gleichmäßiger Puls, Galen. – Adv. εὐρύθμως, z. B. θὲς τὸν ἀγκῶνα Eur. Cycl. 563; καὶ μουσικῶς εἰπεῖν Isocr. 13, 16; anständig, ἀμπέχεσθαι Ath. I, 21 d.