ἄφρων
English (LSJ)
ον, gen. ονος, (φρήν)
A senseless, of statues, X. Mem.1.4.4:— and so, crazed, frantic, ἄφρονα κούρην Il.5.875, cf. 761, A.Eu.377 (lyr.); silly, foolish, Il.3.220, Hes.Op.[210], S.El.941, etc.; φρένας ἄ. Il.4.104; τὸ ἄ., = ἀφροσύνη, Th.5.105, X.Mem.1.2.55; τῶ φρονίμῳ τῆς γνώμης παύοντες τὸ ἄ. <τῆς ῥώμης> Gorg.Fr.6; ἐξ ἄφρονος σώφρων γεγένηται X.Cyr.3.1.17: Comp. -έστερος Pl.Cra.392c: Sup. -έστατος X.Mem.2.1.5. Adv. -νως senselessly, S.Aj.766, X.HG5.1.19; opp. νοῦν ἐχόντως, Isoc.5.7: Comp. -εστέρως Pl.La.193c; -έστερον Jul.Or.7.224d. 2 ἄφρων, = κώνειον, Ps.-Dsc.4.78.
German (Pape)
[Seite 415] ον (φρήν), unverständig, thöricht, von Hom. an überall. Bei Plat. dem φρόνιμος entgeggstzt, Soph. 247 a u. öfter; τὸ ἄφρον, der Unverstand, Xen. Mem. 1, 2, 55.