συστέλλω

From LSJ
Revision as of 19:28, 2 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (13_7_1)

Μεγάλοι δὲ λόγοι μεγάλας πληγὰς τῶν ὑπεραύχων ἀποτίσαντες γήρᾳ τὸ φρονεῖν ἐδίδαξαν → The great words of the arrogant pay the penalty by suffering great blows, and teach one to reason in old age

Sophocles, Antigone, 1350-1353
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συστέλλω Medium diacritics: συστέλλω Low diacritics: συστέλλω Capitals: ΣΥΣΤΕΛΛΩ
Transliteration A: systéllō Transliteration B: systellō Transliteration C: systello Beta Code: suste/llw

English (LSJ)

   A draw together: shorten sail, συστείλας ἄκροισι χρώμενος τοῖς ἱστίοις Ar.Ra.999 (lyr.): Com. metaph., συστείλας γε τοὺς ἀλλᾶντας εἶτ' ἀφήσω κατὰ κῦμ' ἐμαυτὸν οὔριον Id.Eq.432; draw in, contract, of the mouth, Hp.VM22; σ. ἑαυτόν, of a snake, Arist.HA 594a19; σ. καὶ προβάλλειν τὴν γλῶτταν Id.PA660a23; σ. τὸ πρόσωπον, so as to express disgust, Luc.DMeretr.13.5; of soldiers, σ. τινὰς εἰς τὸ τεῖχος, εἴσω τοῦ χάρακος ἑαυτούς, Plu.Sull.9, Cam.34:— Pass., contract oneself, draw in, Arist.MA701b15, Pr.949a17, Sor. 1.7; τὸν ἀέρα . . τυποῦσθαι συστελλόμενον ὑπὸ τοῦ ὁρωμένου καὶ τοῦ ὁρῶντος Thphr.Sens.50; συνέσταλται . . τὸ θερμόν Id.Ign.13; σ. εἰς ὀλίγον Plu.Arist.14; εἰς μεῖόν τι X.Vect.4.3; εἰς τρίβωνα ῥᾳδίως συστέλλομαι (cf. infr. 11) Crates Theb.16; ἐς βραχύ Luc.Icar.12; τοῖς ὄγκοις συνεσταλμένοι D.S.4.20; βραχίονας καὶ καρποὺς . . ἐν τοῖς συνεσταλμένοις ἀποδεσμεύειν at the narrow parts, Gal.12.693; -όμεναι ὥσπερ ὄρνιθες gathering together, Plu.2.565e; cf. συνεσταλμένως.    2 contract, reduce, τὴν τῶν βασιλέων γένεσιν εἰς τὸ μέτριον Pl.Lg.691e; ἁμαρτήματα ὡς εἰς ἐλάχιστα σ. D.18.246; σ. ἐπὶ τὸ ταπεινότερον Arist.Rh.Al.1423b24; τὰς φυσικὰς λύπας εἰς μικρόν Diog.Oen.2; τὴν ῥύσιν Sor.2.41; τὰ συσσίτια πρὸς τὸ σωφρονέστερον D.C.54.2:—Pass., draw cowering together, συσταλέντες . . σιγῇ καθήμεθ' E.IT295; τῇ διαίτῃ συνεστάλθαι to be moderate, Hp.Art.50, cf. Phld.Vit.p.22 J.; ξ. ἐς εὐτέλειαν retrench expenses, Th.8.4; ἵνα συνσταλῶσιν αἱ λίαν ἄκαιροι δαπάναι IG22.1329.11, cf. PAmh.2.70.3 (ii A.D.).    b deprive of all food and drink, συστέλλειν, εἰ δὲ μὴ ἀντέχοι τις, ἐπ' ὀλιγοσιτίας καὶ ὑδροποσίας τηρεῖν Sor.2.15, cf. 86.    3 humble, abase, τά τοι μέγιστα πολλάκις θεὸς . . συνέστειλεν E.Fr.716; ταπεινοῦντα καὶ σ. Pl.Ly.210e; αἱ συμφοραὶ σ. τινάς Isoc.8.85; opp. ἐξαίρω, Phld.Vit. p.20 J.; depress (opp. διαχέω, ἀνίημι), διάνοιαν Aristid.Quint.2.9, 10:— Pass., to be lowered or cast down, συνέσταλμαι κακοῖς E.HF1417, cf. Tr. 108 (anap.); [δοῦλοι] σ. τὰς φύσεις Heraclid.Pont. ap. Ath.12.512b.    4 σ. λέξιν lower it, make it mean, Hermog.Id.1.6; pronounce a syllable short, opp. ἐκτείνω, D.H.Comp.14 (Pass.); δίχρονα συνεσταλμένα doubtful vowels when shortened, A.D.Pron.11.19.    5 [ὀνόματα] συστέλλεται ἐκ τῆς πολλῆς ποιότητος τῇ παραθέσει τοῦ ἄρθρου are reduced or restricted out of their generality, Id.Synt.69.4.    II wrap closely up, shroud, οὐ δάμαρτος ἐν χεροῖν πέπλοις συνεστάλησαν E.Tr.378, cf. Luc.Im.7:—Med., ξυστειλάμεναι θαἰμάτια wrapping our cloaks close round us, Ar.Ec.99; συστέλλου σεαυτήν gird up your loins, get ready for action, ib.486 (lyr.); ξυστᾰλείς tucked up, ready for action, Id.V.424 (troch.), cf. Lys.1042 (troch.).    2 cloak, συνέστελλε καὶ συνέκρυπτεν . . τὴν δυσμένειαν Plu.Galb.18 (unless in signf. 1.2).

German (Pape)

[Seite 1044] 1) zusammenziehen, einziehen; τὰ ἱστία, Ar. Ran. 997; ξυστείλασθαι τὰ ἱμάτια, Eccl. 99; dah. verkürzen, vermindern, τὴν δίαιταν, Plut. Cat. min. 4; insbes. das Gesicht zusammenziehen und in Falten legen, Luc. D. mer. 13, 5. – Bei den Gramm. eine Sylbe kurz brauchen, u. pass. kurz sein, Ggstz ἐκτείνω. – 2) zurückziehen, zurücktreiben, abhalten. – 3) übertr., demüthigen, niederschlagen; τὰ μέγιστα πολλάκις θεὸς συνέστειλεν, Eur. frg. Teleph. 25; συνέσταλμαι κακοῖς, Herc. Fur. 1417; πρὸς ταῦτα συστέλλου σεαυτήν, Ar. Eccl. 486; εἰς εὐτέλειαν ξυστελλόμενοι, Thuc. 8, 4; καὶ ταπεινοῦν, Plat. Lys. 210 e; ὡς τὸ μέτριον μᾶλλον συνέστειλε, Legg. III, 691 e; ἁμαρτήματα εἰς ἐλάχιστον συστεῖλαι, Dem. 18, 246, wie γῆ ἐς βραχὺ συνεσταλμένη, Luc. Icarom. 12; συνέστειλε τὸν δῆμον εἰς ὑπηρέσιον, Plut. Them. 4; neben ἐταπείνωσε τὸ φρόνημα, Cim. 12. – Pass. niedergeschlagen, muthlos sein, Plut. Lys. 12; συσταλῆναι, bestürzt werden, Pol. 24, 5, 13.