ὑπηρέσιον

From LSJ

τά γε μὰν λίνα πάντα λελοίπει ἐκ Μοιρᾶν → but all the thread granted him by the Fates had run out

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὑπηρέσιον Medium diacritics: ὑπηρέσιον Low diacritics: υπηρέσιον Capitals: ΥΠΗΡΕΣΙΟΝ
Transliteration A: hypērésion Transliteration B: hypēresion Transliteration C: ypiresion Beta Code: u(phre/sion

English (LSJ)

τό,
A cushion on a rower's bench, Th.2.93, Isoc.8.48, PCair.Zen.54.44 (iii B. C.); εἰς ὑ. καὶ κώπην, i.e. to rowers' service, Plu.Them.4.
2 riding-pad or saddle-cloth, D.S.20.4.
II rowers' pay, AB312, Phot.
III = ὑπηρετικὸν πλοῖον, Eratosth. ap.Str.2.1.23.

German (Pape)

[Seite 1206] τό, die Unterlage od. das Sitzkissen auf der Ruderbank für die Ruderer, Thuc. 2, 93; εἰς ὑπ. καὶ κώπην συνέστειλε τὸν δῆμον, d. i. zum Ruderdienst, Plut. Them. 4; auch Sattel od. Pferdedecke, D. Sic. 20, 4; – Lohn des Ruderers, B. A. 312, Phot.

French (Bailly abrégé)

ου (τό) :
1 coussin ou couverture que les rameurs fixaient sur leurs bancs;
2 vaisseau garni de rameurs.
Étymologie: ὑπηρέτης.

Russian (Dvoretsky)

ὑπηρέσιον: τό
1 подстилка или подушка на скамьях гребцов Thuc., Isocr.: εἰς ὑ. καὶ κώπην συστεῖλαι τὸν τῶν Ἀθηναίων δῆμον Plut. сделать афинский народ мореплавателями;
2 попона, чепрак Diod.

Greek (Liddell-Scott)

ὑπηρέσιον: τό, τὸ ὑπόστρωμα ἐφ’ οὗ ἐκάθητο ὁ ἐρέτης, Θουκ. 2. 93, Ἰσοκρ. 169Α· «ὡς ἄρα Θεμιστοκλῆς τὸ δόρυ καὶ τὴν ἀσπίδα τῶν πολιτῶν παρελόμενος, εἰς ὑπηρέσιον καὶ κώπην συνέστειλε τὸν τῶν Ἀθηναίων δῆμον» Πλουτ. Θεμιστ. 4· - ὡσαύτως, ὑπόστρωμασάγμα πρὸς ἱππασίαν, Διόδ. 20. 4. - Καθ’ Ἡσύχ.: «ὑπηρέσια· τῶν κωπηλατούντων δέσματά τινα, ὡς προσκεφάλαια ἐφ’ ὧν καθέζονται». ΙΙ. «ὑπηρέσιον· ὁ διδόμενος μισθὸς τοῖς ὑπηρετοῦσι, τοῖς στρατευομένοις καὶ ἐρέσσουσι καὶ δουλεύουσιν· τοῦ ὀνόματος ἀπὸ τοῦ ὑπηρετεῖν κληθέντος» Φώτ. 625, 16, Α. Β. 312. 27. ΙΙΙ. = ὑπηρετικὸν πλοῖον, Στράβ. 79.

Greek Monotonic

ὑπηρέσιον: τό (ὑπηρέτης),
I. υπόστρωμα, μαξιλαράκι σε κάθισμα κωπηλάτη, σε Θουκ.
II. = ὑπηρετικὸν πλοῖον, σε Στράβ.

Middle Liddell

ὑπηρέσιον, ου, τό, ὑπηρέτης
I. the cushion on a rower's bench, Thuc.
II. = ὑπηρετικὸν πλοῖον, Strab.

English (Woodhouse)

for rowers to sit on

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)

Lexicon Thucydideum

pulvinus remigum, rower's cushion, 2.93.2.