ὑποδύω
φύγεν ἄσμενος ἐκ θανάτοιο → he was glad to have escaped death
English (LSJ)
ὑποδύνω,
A put on under, κιθῶνας ὑποδύνειν τοῖσι εἵμασι Hdt.1.155. 2 metaph., κίνδυνον ὑποδύνειν undergo danger, Id.3.69; ταῦτα ὑποδύνειν Id.7.10.θ. 3 intr., slip in under, ὑποδύνουσι ὑπὸ τοὺς πίλους Id.4.75: c. acc., slip into, insinuate oneself into, ὑπέδυνε τῶν Ἰώνων τὴν ἡγεμονίην Id.6.2; τὸ δὶς παῖδες οἱ γέροντες ὑποδῦνον αὐτοὺς νύττει Phld.Lib.p.64 O.: v. infr. 11.1d. 4 slip from under, ἧττον ἂν ὑποδύοι ὁ ἵππος X.Eq.8.7 (the only place in which pres. Act. ὑποδύω is found). II mostly in Med. ὑποδύομαι, fut. -δύσομαι Od.20.53, Arr.Fr.126 J.: aor. 1 -εδυσάμην, Ep. 3sg. -εδύσετο Od.4.570 (tm.): also aor. 2 Act. -έδυν, pf. -δέδῡκα:—go or get under or down into, c. acc., ὑποδῦσα θαλάσσης κόλπον having plunged into... Od. 4.435, cf. 570 (tm.), Il.18.145 (tm.); ὑ. ὑπὸ τὴν ζεύγλην Hdt.1.31; ὑπὸ τὴν φοινικίδα Ar.Pl.735; -δεδυκότος τοῦ ἄρθρου εἰς χωρίον Hp.Art. 10; ὑ. ὑπὸ τῶν κεραμίδων creep under, Ar.V.205; φέρει τιν' ὑποδεδυκότα underneath it, like Odysseus under the ram of Polyphemus, ib. 182; ὑπὸ παντὶ λίθῳ σκορπίος ὑποδύεται Scol.23; εἰς τὴν θάλατταν Luc. Herm.71: c. dat., ὑ. τῇ πέλτῃ Id.DMort.27.3. b put one's feet under a shoe, put on, ἀνύσας ὑπόδῡθι τὰς Λακωνικάς Ar.V.1158; ὑποδύσασθαι . . δυσμενῆ καττύματα ib.1159; ὑποδυσάμενος ib.1168 (but in these places Scal. restored ὑποδοῦ (ὑ. δ' ἀνύσας τι Van Leeuwen), ὑποδήσασθαι, -δησάμενος, cf. ὑποδέω 111.1). c metaph., put on a character (because the actor's face was put under a mask), ἡ κολακευτικὴ... ὑποδῦσα ὑπὸ ἕκαστον τῶν μορίων, προσποιεῖται εἶναι τοῦθ' ὅπερ ὑπέδυ pretends to be the character which it puts on, Pl.Grg. 464c; οἱ σοφισταὶ ταὐτὸν ὑποδύονται σχῆμα τῷ φιλοσόφῳ Arist.Metaph.1004b18; ὑποδύεται ὑπὸ τὸ σχῆμα τὸ τῆς πολιτικῆς ἡ ῥητορική Id.Rh.1356a27; τὴν ἡδονὴν ὑποδύεται τὸ βλάπτον Ath.Med. ap. Orib. inc.23.25; also ὑ. τὸν Δία, τὴν Ἀθηνᾶν, Luc.Pisc.33: c. dat., προγόνων ἀρεταῖς Plu.Arat.1, cf. Gal.Thras.36; for ὀνόματι ὑ. συμμάχων in D.H.15.7, ὄνομα is prob. cj. d metaph., insinuate oneself into favour with, τὸν δῆμον Plu.Cat.Mi.32, cf. 57: abs., creep, θαύματα καὶ τότε ὑπεδύετο Pl.Lg.967b: v. supr. 1.3. 2 c. gen., come from under, come forth from, θάμνων ὑπεδύσετο Od.6.127: metaph., κακῶν ὑποδύσεαι 20.53. 3 go under so as to bear, bear on one's shoulders, τὸν μὲν ἔπειθ' ὑποδύντε Il.8.332, 13.421. b metaph., undergo labour or toil, take it on oneself, c. acc., ὑπέδυσαν τὸν πόλεμον Hdt.4.120, cf. supr. 1.2; πόνον, κίνδυνον, X.Cyr.1.5.12, etc.; τὸν Ἀριστοφάνην tackle, Luc.Ind.27; ὑ. αἰτίαν make oneself subject to... D. 23.12. c c. inf., submit, undertake, ὑποδύεσθαι διδάσκειν X.Oec.14.3. 4 of feelings, steal into or over (cf. ὑφέρπω), τίς μ' ὑποδύεται πλευρὰς ὀδύνα; A.Eu.842 (lyr.): rarely c. dat., πᾶσιν δ' ὑπέδυ γόος sorrow stole upon all, Od.10.398; ἀλλά μοι ἄσκοπα κρυπτά τ' ἔπη . . ὑπέδυ S.Ph.1112 (lyr.); ὑποδύεται . . ταῖς ψυχαῖς ὁρμή Luc.Anach.37: abs., of diseases, X.Eq.4.2. 5 abs., slip or slink away, D.25.28. 6 submit to, τισι Arr.Parth.Fr.87 Roos; ὑποδύσεται τοῖς ἐκ Ῥωμαίων . . ἀξιουμένοις Id.Fr.126 J.: also c. acc., ὑπέδυσαν τὰ ἐπαγγελλόμενα Id.Fr.3 J.; μηκέτι τὸ εἱμαρμένον ἢ παρὸν δυσχερᾶναι ἢ μέλλον ὑποδύεσθαι (sic cod. P) M.Ant.2.2 (vv. ll. ἀπο-, ἀνα-: ὑπιδέσθαι cj. Wilamowitz). 7 abs., ὀφθαλμοὶ ὑποδεδυκότες sunken, hollow eyes, Luc. Tim.17, Hippiatr.34.
German (Pape)
[Seite 1216] (s. δύω), darunter ziehen, gew. med. mit aor. II. u. perf. act., = ὑποδύνω, unterziehen, unten anziehen, z. B. Schuhe, ὑπόδυθι τὰς Λακωνικάς Ar. Vesp. 1158; ὑποδυσάμενος 1168; ὑποδύσασθαι καττύματα 1160; untertauchen, hinunter schleichen, darunter gehen, sich bücken, τὸν μὲν ἔπειθ' ὑποδύντε δύω ἐρίηρες ἑταῖροι φερέτην Il. 8, 332, nachdem sie sich gebückt und unter ihn gestellt hatten, um ihn aufzuheben und zu tragen, wie 13, 421; vgl. ὑποδύντε μάλ' ὦκα νεκρὸν ἀείραντες φέρετ' ἐκ πόνου 17, 717 (Luc. Demon. 61); ἥγ' ὑποδῦσα θαλάσσης εὐρέα κόλπον Od. 4, 435, nachdem sie untergetaucht war; vgl. Il. 18, 145; auch ὑπέδυ πέτραν, Plut. Thes. 6; τίς μ' ὑποδύεται πλευρὰς ὀδύνα; Aesch. Eum. 806, vgl. 837; seltener c. dat., πᾶσιν δ' ἱμερόεις ὑπέδυ γόος Od. 10, 398, bei Allen schlich sich Trauer ein; ὑποδύντες ὑπὸ τὴν ζεύγλην Her. 1, 31, wie übertr., ὑποδῦσα ὑπὸ ἕκαστον τῶν μορίων (ἡ κολακευτική) Plat. Gorg. 464 c; ὑπὸ κλίνην Dem. 22, 53; ὑποδύεται ὑπὸ λίθῳ Jac. Scol. 15; auch ὑπό τινος, Ar. Vesp. 206; εἴς τι, Jac. Ach. Tat. p. 617. – Anders aber ist θάμνων ὑπεδύσετο Od. 6, 127, er tauchte darunter hervor, kam darunter hervor, wie übertr., κακῶν ὑποδύσεαι ἤδη 20, 53. – Dah. ohne Casus, sich einer Sache entziehen, sich davonmachen, flüchten, ὑποδύει παρὰ ταῦτα Dem. 25, 28, du schleichst dich daneben weg. – Uebertr. = sich einer Sache unterziehen, bes. eine Arbeit, eine Mühe übernehmen, εἰ δὲ μὴ ἑκόντες ὑπέδυσαν τὸν πόλεμον Her. 4, 120; ἐθελονταὶ ὑπέδυσαν ποινὴν τῖσαι Ξέρξῃ 7, 134; Xen. Oec. 14, 3; κίνδυνον Cyr. 1, 5, 12. 3, 3, 15; πῶς οὖν τοῦθ' ὑπέδυ Dem. 24, 157; τὴν διὰ τοῦ ψηφίσματος αἰτίαν ὑποδύσεσθαι, 23, 12; τὴν πρᾶξιν ὑποδύεσθαι Pol. 2, 21, 9. – Dah. ὑποδύεσθαί τινα, sich bei Einem einschmeicheln oder ihm listig beizukommen suchen, ἀλλά μοι ἄσκοπα κρυπτά τ' ἔπη δολερᾶς ὑπέδυ φρενός Soph. Phil. 1099; προσωπεῖον ὑποδῦναι, unter eine Larve kriechen, eine Larve annehmen, Sp.; auch gradezu τὸν Ἀριστοφάνη ὑποδέδυκας, Luc. adv. ind. 27. – Ὀφθαλμοὶ ὑποδεδυκότες, eingefallene Augen, Luc. Tim. 17.