καταπλήξ
τὸ γὰρ βραχύ τι τοῦτο πᾶσαν ὑμῶν ἔχει τὴν βεβαίωσιν καὶ πεῖραν τῆς γνώμης → this trifle contains the whole seal and trial of your resolution
English (LSJ)
ῆγος, ὁ, ἡ,
A stricken, struck, ὑπὸ τῶν γυναικῶν Theopomp. Com.59: usu. metaph., stricken with amazement, astounded, ὑπὸ τῶν τούτου ἁμαρτημάτων Lys.6.50; ἄτολμος καὶ κ. Plu.2.7b; κ. καὶ περιδεής ib.814f; μὴ ὦσιν οἱ ἵπποι καταπλῆγες Ael.NA16.25. 2 shy, bashful, opp. ἀναίσχυντος, Arist.EN1108a34, EE1233b28, Jul. Or.7.233b. 3 c. gen., nervous, apprehensive of, πολλῶν Plu. Fab.14codd. 4 Medic., fixed, ὀφθαλμός (in paralysis) Hp.Epid. 5.50.
German (Pape)
[Seite 1370] ῆγος, erschrocken, bestürzt, schüchtern, bes. im Uebermaaß; bei Arist. Eth. 2, 7 Ggstz von ἀναίσχυντος, ὁ πάντα αἰδούμενος erkl.: πρὸς τοὺς φόβους μαλακὸν ὄντα καὶ καταπλῆγα Plut. Pericl. 27, der es auch mit περιδεής u. ἄτολμος verbindet, de educ. lib. 9 reip. ger. praec. 19. Harpocr. erkl. ὁ συνεχῶς πεπληγμένος in Bezug auf Lys. 6, 50, ἀλλ' ἐστὲ γὰρ ὑπὸ τῶν τούτου ἁμαρτημάτων ἤδη καταπλῆγες – ὥςτε οὐδὲ τὰ δεινὰ ἔτι δεινὰ δοκεῖ εἶναι, ganz verblüfft, verdutzt.