δυνατός
English (LSJ)
ή, όν, also ός, όν Pi.N.2.14, Apollon. Cit.2:—
A strong, mighty, in body or mind, ὅ τι ἦν αὐτῶν δυνατώτατον the ablest-bodied men, Hdt.9.31; sound in limb, opp. ἀδύνατος, Lys.24.12; σῶμα δ. πρός τι X.Oec.7.23; χερσὶ καὶ ψυχᾷ δ. Pi.N.9.39; τοῖς σώμασι καὶ ταῖς ψυχαῖς X.Mem.2.1.19; εἴς τι Pl.Hp.Mi.366a; κατά τι ib.366d (Sup.): c. acc., ibid. (Sup.); of ships, fit for service, Th.7.60; of things, δυνατώτερον ἀδικία δικαιοσύνης Pl.R.351a; λόγος a powerful argument, Epicur.Ep. 1p.31U.; δ. προτείχισμα Plb.10.31.8. 2 c. inf., able to do, Hdt. 1.97, etc.; δ. λῦσαι mighty to loose, Pi.O.10(11).9; λέγειν τε καὶ πράσσειν-ώτατος Th.1.139, Pl.Prt.319a; -ώτατοι καὶ τοῖς σώμασιν καὶ τοῖς χρήμασιν λῃτουργεῖν Decr. ap. Arist.Ath.29.5; ἐᾶν τοὺς δ. ἄρχειν X.Ath.1.3; ὅσονπερ δ. εἰμι, with inf. omitted, E.Or.523. 3 of outward power, powerful, influential, S.El.219; τῶν Ἑλλήνων δυνατώτατοι Hdt.1.53; οἱ δ. the chief men of rank and influence, Th.2.65; χρήμασι δ. Id.1.13, etc., cf.OGI669.13 (i A. D.). 4 able to produce, productive, χώρα -ωτέρα εἰς τὴν καρπῶν ἔκφυσιν Gp.2.21.5. 5 potential, Arist.Metaph.1048a27. II Pass., of things, possible, οὐ δύνατον γένεσθαι Sapph.Supp.5.21, cf. Hdt.9.111, A.Ag.97 (lyr.), etc.; ὁδὸς δυνατὴ καὶ τοῖς ὑποζυγίοις πορεύεσθαι practicable, X.An.4.1.24; λόγου δ. κατανοῆσαι Pl.Phd.90c; βίον τοῖς πλείστοις κοινωνῆσαι δ. Arist.Pol.1295a30; κατὰ τὸ δυνατόν, quantum fieri possit, Pl. Cra.422d, D.3.6, etc.; ἐς τὸ δ. Hdt.3.24; εἰς ὅσον ἀνθρώπῳ δ. μάλιστα Pl.Phdr.277a; ἐκ τῶν δυνατῶν X.An.4.2.23; ἐπὶ τὸ δ. Id.Cyn. 5.8; ἐν δυνατῷ εἶναι BCH29.172 (Delos, ii B. C.); also ὅσον δυνατόν E.IA997; ὅσον καθ' ἡμᾶς δ. Id.Ba.183; esp. with Sup., ὡς δ. πλεῖστον Isoc.12.278; ὡς δ. κακίστους X.Mem.4.5.5; γνώμη ὡς δ. δικαιοτάτη D.24.13; τὰ δ. things which are practicable, Th.5.89, cf. Arist. Rh.1359b1. III Adv.-τῶς strongly, powerfully, εἰπεῖν δ. Aeschin. 2.48: Sup. -ώτατα most ably, Pl.R.516d. 2 δ. ἔχει it is possible, Hdt.7.11.
German (Pape)
[Seite 673] adj verb. zu δύναμαι; 1) der etwas kann, im Stande ist, sowohl von kraftvollem Körper, z. B. τὸ σῶμα δ. πρὸς ταῦτα φύσας Xen. Oec. 7, 23, als geistig geschickt wozu, λῦσαι δυνατὸς ὀξεῖαν ἐπιμομφάν Pind. Ol. 10, 8; δυνατὸς εἶ ἐπισκέψασθαι Plat. Theaet. 185 b; χερσὶ καὶ ψυχᾷ δ. Pind. N. 9, 39; δ. καὶ τοῖς σώμασι καὶ ταῖς ψυχαῖς, kräftig an Leib und Seele, Xen. Mem. 2, 1, 19; u. übh. = vermögend, Macht habend; τοῖς δυνατοῖς οὐκ ἐριστὰ πλάθειν Soph. El. 219; χρήμασιν δ. Thuc. 1, 13; Plat. Lach. 186 c; τοὺς Ἑλλήνων δυνατωτάτους, die mächtigsten, Her. 1, 55; Plat. Polit. 308 a; Xen. Cyr. 5, 2, 28; λέγειν τε καὶ πράσσειν δυνατώτατος. Thuc. 1, 139; δυνατώτερον καὶ ἰσχυρότερον ἡ ἀδικία τῆς δικαιοσύνης Plat. Rep. I, 351 a. – Auch von Dingen; προτείχισμα Pol. 10, 31, 8; von der Erde, ergiebig, fruchtbar, Geop. – 2) was gethan werden kann, möglich; λέξασ' ὅτι καὶ δυνατὸν καὶ θέμις αἰνεῖν Aesch. Ag. 97; ποῖ γὰρ μολεῖν μοι δυνατόν; Soph. Ai. 163; u. so gew. in Prosa; auch auf das Subj. bezogen, ὁδὸς δυνατὴ καὶ ὑποζυγίοις πορεύεσθαι, ein Weg, auf dem auch Lastvieh fortkommen kann, Xen. An. 4, 1, 24; ὡς δυνατὰ ταῦτα γίγνεσθαι Plat. Rep. V, 472 d; τὸ δυνατόν, die Möglichkeit, Xen. Mem. 3, 5, 1; εἰς τὸ δ., nach Kräften, wie εἰς τὴν δύναμιν Phaedr. 252 d, öfter; κατὰ τὸ δ., Crat. 422 d; εἰς ὅσον ἀνθρώπῳ δυνατὸν μάλιστα, so sehr es immer möglich ist, Phaedr. 277 a, wie ὅσον οὖν δυνατὸν πειρατέον, Conv. 196 d; vgl. Eur. I. A. 997 Bacch. 183; καθ' ὅσον μάλιστα δ. θνητῷ γίγνεσθαι Plat. Tim. 90 c; ὡς δυνατὸν ὀρθότατα Legg. II, 640 d, wie ὡς δ. ἄριστα, so gut wie möglich, IV, 710 b; γνώμη ὡς δ. δικαιοτάτη Dem. 24, 13; ἐκ τῶν δυνατῶν, Xen. An. 4, 2, 28. – Adv., δυνατῶς, kräftig, tüchtig, sehr, Plat. u. A.; δυνατῶς ἔχει μοι, = δυνατόν ἐστιν, Her. 7, 11.