ἀκάνθινος
From LSJ
τὴν πολιὴν καλέω Νέμεσιν πόθου, ὅττι δικάζει ἔννομα ταῖς σοβαραῖς θᾶσσον ἐπερχομένη → I call gray hairs the Nemesis of love, because they judge justly, coming sooner to the proud
English (LSJ)
η, ον,
A of thorns, στέφανος Ev.Marc.15.17, Jo.19.5. 2 metaph., thorny, ἐν ἀ. ἀταρποῖς Anacreont.53.12. II of shittah-wood, ἱστός Hdt. 2.96; ξύλα PLond.3.1177.191 (ii A. D.); τὰ ἀ. cloths made of ἀκάνθιον 2, Str.3.5.10. 2 ἀ. πάππος thistle-down, Dsc.4.81.
German (Pape)
[Seite 68] von Dornen, dornig, ἀταρποί Anacr. 53, 12; στέφανος, Dornenkrone, N. T. – Bei Her. 2, 96 aus dem ägypt. ἄκανθα gemacht.