ἀριστεύω
οὕτω τι βαθὺ καὶ μυστηριῶδες ἡ σιγὴ καὶ νηφάλιον, ἡ δὲ μέθη λάλον → silence is something profound and mysterious and sober, but drunkenness chatters
English (LSJ)
A to be best or bravest, αἰὲν ἀριστεύειν καὶ ὑπείροχον ἔμμεναι ἄλλων Il.6.208; ὃς δέ κ' ἀριστεύῃσι μάχῃ ἔνι 11.409; ἐν ἀέθλοισιν ἀ. Pi.N.11.14; gain the prize for valour (v. ἀριστεῖα, τά), gain the highest distinction, Hdt.3.55, 9.105, Pl.R.468b, Isoc.9.16. 2 c. gen., ἀριστεύεσκε μάχεσθαι Τρώων he was the best of the Trojans... Il.6.460, cf. Hdt.5.112, 7.106, al.; οὕνεκα βουλῇ ἀριστεύεσκεν ἁπάντων Il.11.627, cf. Pi.N.10.10. 3 c. inf., ἀριστεύεσκε μάχεσθαι he was best at fighting, Il.16.292,551, etc.; ἀριστεύεσκε μάχεσθαι Τρώων, v. supr. 4 c.acc.rei, ἀ. τι to be best in a thing, στάδιον Pi.O.10(11).64, cf. 13.43; ἰάλεμον Theoc.15.98. 5 c. acc. cogn., win as ἀριστεῖα, τὰ πρῶτα καλλιστεῖ' ἀριστεύσας S.Aj. 435, cf. 1300; πάντα ἀ. Id.Tr.488, Pl.R.540a; μεμιγμένην ἀριστείαν ἀ. Plu.Pel.34. II of things, to be best, ἀριστεύοισαν εὐκάρπου χθονός best of all lands on fruitful earth, Pi.N.1.14; τὸ κηδεῦσαι καθ' ἑαυτὸν ἀριστεύει μακρῷ A.Pr.890 (lyr.); of an opinion, prevail, Hdt.7.144.
German (Pape)
[Seite 352] ein ἀριστεύς sein, sich auszeichnen, bes. durch Tapferkeit; Hom. Iliad. 6, 208. 11, 784 αἰὲν ἀριστεύειν καὶ ὑπείροχον ἔμμεναι ἄλλων; 7, 90 ὅν ποτ' ἀριστεύοντα κατέκτανε Ἕκτωρ; 11, 506 παῦσεν ἀριστεύοντα Μαχάονα; Od. 4, 652 κοῦροι δ' οἳ κατὰ δῆμον ἀριστεύουσι μεθ' ἡμέας; Iliad. 11, 409 ὃς δέ κ' ἀριστεύῃσι μάχῃ ἔνι; 16, 292 ἀριστεύεσκε μάχεσθαι; 6, 460 ἀριστεύεσκε μάχεσθαι Τρώων; 11, 627 βουλῇ ἀριστεύεσκεν ἁπάντων; 10, 306 v. l. ἵππους, οἵ κεν ἀριστεύωσι, Aristarch ἄριστοι ἔωσι, Zenodot αὐτοὺς οἳ φορέουσιν ἀμύμονα Πηλείωνα, Aristoph. καλοὺς οἳ φορέουσιν ἀ. Π., s. Scholl. Didym. – Her. 9, 74; Xen. Mem. 3, 5, 10; ἀριστεύειν χθονός, der Erste, der Fürst des Landes sein, Pind. N. 1, 14; N. 10, 10; Soph. Ant. 195 Tr. 488; ἐρετμοῖς Theocr. 12, 27; ἐν ἀέθλοις Pind. N. 11, 14; πάντα πάντῃ ἐν ἔργοις τε καὶ ἐπιστήμαις Plat. Rep. VII, 540 a; mit dem acc., σταδίου πόνον Pind. Ol. 11, 67; vgl. 13, 42; τὰ πρῶτα καλλιστεῖα Soph. Ai. 435; vgl. 1279; Theocr. 15, 98; γνώμη ἀριστεύει, sie ist die beste, sie siegt, Her. 7, 144; vgl. Aesch. Prom. 892; Pind. Ol. 3, 44.