ναυτικός
Εὔπειστον ἀνὴρ δυστυχὴς καὶ λυπούμενος → Concinnat luctus suspicacem et miseria → Leichtgläubig ist ein Mann im Unglück und im Leid
English (LSJ)
ή, όν,
A of or for a ship, seafaring, naval, ὁ ν. στρατός Hdt.7.100,203, etc.; opp. ὁ πεζός, Id.8.1; ν. λεώς A.Pers.383; στόλος S.Ph.561; ν. ἐρείπια wrecks of ships, A.Ag.660; ἑδώλια S.Aj.1277; σκάφη ib.1278; ν. πόλεμος And.4.12; ν. ἀστρολογία Arist.AP0.79a1; ἔγγαια καὶ ναυτικά property on land and sea, PEleph.1.13 (iv B.C.); ν. ἀναρχία among the seamen, E.Hec.607; τὸ ν. crew, Hp.Ep.14; but usu. navy, fleet, Hdt.7.97, 160, Ar.Eq.1063, Th.1.36, etc.; ἡ -κή Hdt.7.161. 2 of persons, skilled in seamanship, nautical, ναυτικοὶ ἐγένοντο became a naval power, Th.1.18, cf.7.21; ναυτικός, ὁ, = ναύτης, POxy.929.8 (ii/iii A.D.). 3 ἡ-κή (sc. τέχνη) navigation, seamanship, Hdt.8.1, etc.; τὰ -κά Pl.Alc.1.124e: τὰ -κά, also, naval affairs, sea-power, Th.4.75, X.HG1.6.4. II ναυτικόν, τό, perh. pilot's fee, POxy.522.15 (ii A.D.); but usu. b money borrowed or lent on bottomry, in full, ν. χρήματα Lys.32.7: mostly in pl., ν. ἐκδεδομένα ib.6; ναυτικὸν ἀνελέσθαι to take it up, borrow it, D.50.17; ναυτικοῖς ἐργάζεσθαι Id.33.4: in sg., X.Vect.3.9; also ν. τόκος D.L.6.99. Adv. -κῶς, δανείζειν Id.7.13.
German (Pape)
[Seite 233] das Schiff oder den Schiffer betreffend; πάντα ναυτικὸν λεών, das Schiffsvolk, Aesch. Pers. 375; στρατός, 714 Ag. 620; ναυτικῶν τ' ἐρειπίων, Schiffstrümmer, 646, wie Eur. Hel. 1086; τὸ ναυτικὸν στράτευμα, I. A. 914; Soph. Phil. 58; ἐπὶ σκηναῖς ναυτικαῖς, Ai. 3; auch ναυτικὰ σκάφη, Schiffe, 1257; ναυτικὴ ἀναρχία, = ναυτῶν, Eur. Hec. 607; ἡ ναυτική, sc. τέχνη, Schifffahrtskunde, Her. 8, 1, wie ναυτικὴ ἐπιστήμη, Plat. Legg. I, 638 a; ναυτικὸς στρατός, im Ggstz det Landheeres, πεζός, Her. 7, 99. 203. 8, 131; ναυτικὴ δύναμις, Plat. Legg. IV, 706 b, wie Pol. 1, 21, 4; τὸ ναυτικόν, die Seemacht, Flotte, Her. 7, 160, wie ἡ ναυτική, 161; Thuc. 1, 36; auch τὰ ναυτικά, Seemacht, 4, 75; Isocr. 4, 90; αἱ διὰ τὰ ναυτικὰ πόλεων δυνάμεις, Plat. Legg. IV, 707 a; Pol. 1, 59, 9; οἱ ναυτικοί, Matrosen, = ναῦται, 4, 41, 3, wie Thuc. 1, 18 u. A.; πόλεμος, Seekrieg, Andoc. 4, 12; – χρήματα ναυτικά, Lys. 32, 7, u. τὸ ναυτικόν allein, Seezins, auf Schiffe ausgeliehene Kapitalien, Bodmerei, Dem. 27, 11 (s. oben ἀμφοτερόπλουν, ἑτερόπλουν); u. adv., ναυτικῶς δανείζειν, sein Geld auf Bodmerei ausleihen, D. L. 7, 13.