ἐμφράσσω
τὸ δὲ ποιεῖν ἄνευ νοῦ ἃ δοκεῖ καὶ σὺ ὁμολογεῖς κακὸν εἶναι: ἢ οὔ → but doing what one thinks fit without intelligence is—as you yourself admit, do you not?—an evil
English (LSJ)
Att. ἐμφράττω, pf. ἐμπέφρᾰκα Sch.Ar.Nu.1240: fut. Pass.
A -φραχθήσομαι LXXMi.5.1 (4.14): aor. 2 part. Pass. ἐμφρᾰγείς Ph.Fr.41 H.:— bar a passage, stop up, block up, τὸ μεταξύ Th.7.34; τοὺς ἔσπλους Id.4.8; ἐ. συγκλείουσά τε Pl.Ti.71c; ἐ. τὸ στόμα D.19.208; ἐ. τὰς ὁδοὺς τῶν ἀδικημάτων Lycurg.124. 2 bar the passage of, stop, τὰς κατὰ σοῦ τιμωρίας Aeschin.3.223; πᾶσαν παρείσδυσιν Epicur.Sent. Vat.47 ( = Mctrod.49); τὰς βοηθείας D.S.14.56; τὴν περὶ τὰ αὶσθητήρια ἀκρίβειαν Ph.1.246; τὴν φωνήν Plu.2.606d. 3 Med. in act. sense, Nic.Al.191. II stuff in, φύλλα εἰς τὰς ὀπάς (v.l. φύλλοις τὰς ὀ.) Gp.13.5.3; τινί τι v.l. in Nic.Th.79 (Med.).
German (Pape)
[Seite 820] att. -φράττω, hineinstopfen; φύλλα εἰς τὰς ὀπάς Geop.; verstopfen, versperren, αἱ νῆες τὸ μεταξύ Thuc. 7, 34; τὰ πότιμα τῶν ὑδάτων, τοὺς πόρους τῆς πηγῆς, Pol. 5, 62, 4. 34, 9, 6; στόμα Dem. 19, 209; καὶ συγκλείειν Plat. Tim. 71 c; übertr., τὰς ὁδοὺς τῶν ἀδικημάτων Lycurg. 124; ταῖς αἰτίαις τὰς τιμωρίας Aesch. 3, 223; Sp.; überh. hindern, βοηθείας D. Sic. 14, 56. Das med., Nic. Th. 79 Al. 191; = act., τί τινι, τὸ κεχηνός, Luc. Tim. 19.