ὁρκάνη
From LSJ
ὥσπερ λίθοι τε καὶ πλίνθοι καὶ ξύλα καὶ κέραμος, ἀτάκτως μὲν ἐρριμμένα οὐδὲν χρήσιμά ἐστιν → just as stones and bricks, woodwork and tiles, tumbled together in a heap are of no use at all (Xenophon, Memorabilia 3.1.7)
English (LSJ)
[ᾰ], ἡ,
A = ἑρκάνη, ἕρκος, enclosure, fence, ὁ. πυργῶτις A.Th.346 (lyr.) ; prison, E.Ba.611 (troch., pl.), cf. Sch.Theoc.4.61, EM632.25.
German (Pape)
[Seite 378] ἡ, = ἑρκάνη, ἕρκος, Umhägung, Umzäunung; ὁρκάνα πυργῶτις, Aesch. Spt. 328; εἰς σκοτεινὰς ὁρκάνας πεσούμενος, Eur. Bacch. 611.