πυργῶτις
From LSJ
English (LSJ)
ιδος, fem. of πυργωτός, π. ὁρκάνα A. Th. 346 (lyr.).
German (Pape)
[Seite 821] ιδος, ἡ, bes. fem. zu πυργωτός, ὁρκάνα, Aesch. Spt. 328.
French (Bailly abrégé)
ιδος
adj. f.
construit en forme de tour, semblable à une tour.
Étymologie: πυργόω.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
πυργῶτις -ιδος [πυργόω] trag. torenhoog, hoog oprijzend.
Russian (Dvoretsky)
πυργῶτις: ῐδος adj. f имеющая вид башни или снабженная башнями (ὁρκάνα Aesch.).
Greek (Liddell-Scott)
πυργῶτις: -ιδος, θηλ. τοῦ πυργωτός, π. ὁρκάνα Αἰσχύλ. Θήβ. 346.
Greek Monolingual
-ώτιδος, ἡ, Α
η κατασκευασμένη σε σχήμα πύργου, πυργωτή.
[ΕΤΥΜΟΛ. Θηλ. του πυργωτός με κατάλ. -ις, -ιδος τών θηλ. (πρβλ. πατριώτις)].
Greek Monotonic
πυργῶτις: -ιδος, θηλ. επίθ., πυργωτή, σε Αισχύλ.