ὁμαλός
Σαυτὸν φύλαττε τοῖς τροποῖς ἐλεύθερον → Te liberum ipse moribus praesta tuis → Bewahre deine Freiheit dir durch deine Art
English (LSJ)
ή, όν, (ὁμός, ἅμα) of a surface,
A even, level, οἱ δ' ὁμαλὸν ποίησαν Od.9.327 : freq. in Prose, opp. τραχύς, X.An.4.6.12, cf. SIG996.32 (Smyrna), etc. ; ἐν τῷ ὁ., ἐς τὸ ὁ., on (to) level ground, Th.5.65, X. An.4.2.16 : Sup. -ώτατον Th.4.31, cf. Hp.Aër.13 ; λεῖον καὶ ὁ . . . σῶμα ἐποίησε smooth and even, Pl.Ti.34b. 2 uniform in consistency, of a sediment, Hp.Prog.12, cf. Judic.3, Gal.9.605. 3 of sound, φωνὴ ὁ. καὶ λεία Pl.Ti.67b, cf. Arist.HA581a19. 4 even, equable, κατάτασις δικαίη καὶ ὁ. Hp.Fract.30 ; of motion, Arist.Ph.223a1, etc. ; δίνη Epicur.Ep.2p.53U.; τὸ ὁ. καὶ σύμμετρον, opp. τὸ ἄκρατον, Pl.Lg. 773a ; τὸ ὁ. consistency, of ἦθος, Arist.Po.1454a26. Adv. -λῶς, ἀνώμαλος regularly irregular, ib.a27. 5 of circumstances, on a level, equal, -ώτεραι ἂν αἱ οὐσίαι εἶεν Id.Pol.1309a25 ; ὁ. ὁ γάμος marriage with an equal, A.Pr.901 (lyr.) ; ὁ. ἔρωτες Theoc.12.10 ; ἀλλάλοις ὁμαλοί on a level with one another, equal, Id.15.50, cf. Erinn.4.2 ; ὁ. βίος IG14.463. Adv. -λῶς, ἡ δίαιθ' ὁ. διάκειται is equable, Critias 6.25. 6 not remarkable, middling, average, ὁ. στρατιώτης an ordinary sort of soldier, Theoc.14.56. II Adv. ὁμαλῶς (cf. supr. 1.4,5) evenly, ἀλείφειν καὶ περιστέλλειν ὁ. Hp.Acut.17 ; ὁ. βαίνειν march in an even line, Th.5.70 ; ὁ. προϊέναι X.An.1.8.14 ; ὁ. ῥίπτειν, σπείρειν, Id.Oec.17.7, 20.3 ; κινεῖσθαι Arist.Ph.238a21, cf. Epicur.Ep.2pp.49,51 U. ; εὐφραίνεσθαι Id.Sent.Vat.48. 2 on terms of equalily, ὁ. βιῶναι Isoc.4.151 ; πραγμάτων ὁ. πάντων of all alike, Plu.Per.6 ; πάντες ὁ. ib.10, etc. ; ὁ. πανταχοῦ Damox.2.30.—Cf. ὁμαλής.
German (Pape)
[Seite 329] (ὁμός), gleich, eben, glatt; οἱ δ' ὁμαλὸν ποίησαν, Od. 9, 327; übertr., gleichmäßig, gut, oder mittelmäßig, ohne vorzüglich gut, aber auch ohne schlecht zu sein, ὁμαλὸς ὁ γάμος ἄφοβος, Aesch. Prom. 903; vgl. Theocr. 15, 50. – In eigtl. Bdtg meist in Prosa; τὸ ὁμαλώτατον, Thuc. 4, 31; ἐν τῷ ὁμαλῷ τὴν μάχην ποιεῖσθαι, in der Ebene, 5, 65; ὁμαλῶς μετὰ ῥυθμοῦ βαίνειν, im gleichmäßigen, ruhigen Schritt, 5, 70, wie Xen. An. 1, 8, 14 τὸ στράτευμα ὁμαλῶς προῄει sagt; vom Wege, im Ggstz von τραχεῖα, 4, 6, 12; Sp., νῆσος, Antiphil. 28 (IX, 413); Plat. vrbdt es mit ξύμμετρον im Ggstz von ἄκρατος, Legg. VI, 773 a; καὶ λεῖον σῶμα, Tim. 34 b; Sp.; auch adv., ὁμαλῶς βιῶναι, Isocr. 4, 151, von einem ruhigen, eingezogenen Leben, οὐ κοινῶς οὐδὲ πολιτικῶς; u. so auch Plut.