χέζω
ἑτέρως ἠδύνατο βέλτιον ἢ ὡς νῦν ἔχει κατεσκευάσθαι → otherwise they could have been constructed better than they are now (Galen, On the use of parts of the body 4.143.1 Kühn)
English (LSJ)
fut.
A χεσοῦμαι Ar.V.941, Pax1235; also κατα-χέσομαι Id.Fr.152: aor. 1 ἔχεσα Id.Ec.320,808, (ἐγ-) ib.347, (κατ-) Nu. 174: aor. 2 ἔχεσον (κατ-) Alc.Com.4 (cf. Hdn.Gr.2.801); inf. χεσεῖν Ar.Th.570, AP7.683 (Pall.): pf. κέχοδα (only in compds. ἐγ-, ἐπι-χέζω): Pass., κέχεσμαι (v. infr.):—ease oneself, Ar. ll.cc., etc.: prov., εἰ μηδὲ χέσαι γε . . σχολὴ γενήσεται Stratt.51; οὐκ ἔχεις ὅ[ποι χέσῃς] ὑπὸ τῶν ἀγαθῶν cj. in Men.530.9, cf. Com.Adesp. 491; ἐλευθέρα Κόρκυρα· χέζ' ὅπου θέλεις Str.7Fr.8: c. acc., χ. σησαμίδας Eup.163 (lyr.):—Med. (for the sake of the pun), χέσαιτο γὰρ εἰ μαχέσαιτο Ar.Eq.1057 (hex.):—Pass., πέλεθος ἀρτίως κεχεσμένος dung just dropped, Id.Ach.1170. (Cf. Skt. hádati (same sense).)
German (Pape)
[Seite 1341] fut. χεσοῦμαι, Ar. Vesp. 941, auch χέσειν, Pallad. 62 (VII, 683); aor. ἔχεσα u. ἔχεσον, perf. κέχοδα, perf. pass. κεχεσμένος, Ar. Ach. 1133, – seine Nothdurft verrichten, scheißen, 82, Equ. 70 u. sonst, zum Scherz auch im med. gebraucht, χέσαιτο γάρ, εἰ μαχέσαιτο.