ἐνδιατρίβω

From LSJ
Revision as of 10:00, 5 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (6_14)

Μηδέποτε πειρῶ δύο φίλων εἶναι κριτής → Ne recipe amicos inter arbitrium duos → Versuche nie, zu schlichten zweier Freunde Streit

Menander, Monostichoi, 343
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐνδιατρίβω Medium diacritics: ἐνδιατρίβω Low diacritics: ενδιατρίβω Capitals: ΕΝΔΙΑΤΡΙΒΩ
Transliteration A: endiatríbō Transliteration B: endiatribō Transliteration C: endiatrivo Beta Code: e)ndiatri/bw

English (LSJ)

[ῑ], pf.

   A -τέτρῐφα Arist.Mete.357a4:—spend or consume in doing, Χρόνον Ar.Ra.714, Th.2.18, 85.    II abs. (sc. Χρόνον or βίον), spend time in a place, αὐτόθι D.33.5; τῇ Χώρᾳ Plb.3.88.1, etc.; ἐν τόπῳ D.S. 5.44; ἀνθρωπίσκοις among them, Luc.Alex.33.    2 waste time by staying in a place, linger there, Th.5.12, 7.81, etc.    3 continue in the practice of a thing, τοῖς ἠθάσι . . τοῖς ἀρχαίοις Ar.Ec.585, cf. Pl. Grg.484c, R.487d; ἐᾶν ἐνδιατρίβειν τὴν ὄψιν ἔν τινι let one's eyes linger on it, X.Cyr.5.1.16; ἐ. λόγοις καὶ ἔργοις linger fondly on them, Luc.Nigr.7; τῇ περὶ τοὺς βίους ἀναγραφῇ Plu.Per.2; κατὰ φιλοσοφίαν Epicur.Fr.217; περὶ μουσικήν Ath.14.623e; ἐ. ὅθεν ἡσυχιεῖ Epicur. Nat.27 G.; esp. dwell upon a point (in speaking), Aeschin.3.201, cf. Arist.Pol.1258b35, Jul.Or.1.45b; περί τινος Arist.Metaph.989b27; τῷ Χρησίμῳ Hermog.Prog.7, etc.

German (Pape)

[Seite 833] darin, dabei verweilen, damit seine Zeit zubringen, Plat. Gorg. 484 c u. sonst; bes. von geistigen Beschäftigungen, λόγοις Luc. Nigr. 7; vgl. Plat. Rep. VI, 487 d; περὶ τὴν μουσικήν Ath. XIV, 623 c. – Vom Orte, Thuc. 5, 12; αὐτόθι Dem. 33, 5; τῇ χώρᾳ Pol. 3, 88; κατὰ τὴν Ἰταλίαν D. Sic. 14, 107; τοιούτοις ἀνθρώποις, unter solchen Menschen, Luc. Alex. 33; oft bei Rednern, die Zeit womit hinbringen, zögern, ἐνδιέτριβε καὶ οὐδὲν ἐποίει Dem. 48, 20; mit dem Zusatz χρόνον, Ar. Ran. 714; Thuc. 2, 85; c. partic., πλέοντες 3, 29; – ἐν τοῖς καλοῖς ἐᾶν ἐνδιατρίβειν τὴν ὄψιν, den Blick darauf verweilen lassen, Xen. Cyr. 5, 1, 15.

Greek (Liddell-Scott)

ἐνδιατρίβω: μέλλ. -ψω: πρκμ. -τέτρῐφα, Ἀριστ. Μετεωρ. 2. 3, 7· ― δαπανῶ, καταναλίσκω τι, χρόνον ἐνδιατρίψει Ἀριστοφ. Βάτρ. 714, Θουκ. 2. 18, 85. ΙΙ. ἀπολ. (ὑπακ. χρόνον ἢ βίον), καταναλίσκω χρόνον διαμένων ἔν τινι τόπῳ, διὰ τὸ ἐνδιατρῖψαι αὐτόθι Δημ. 893. 28· τῇ χώρᾳ Πολύβ. 3. 88, 1, κτλ· ἐν τόπῳ Διόδ. 5. 44· τί τοίνυν μέμφασθαι ἄξιον Ἀλεξάνδρῳ εἰ τοιούτοις ἀνθρωπίσκοις ἐνδιατρίβειν ἠξίου; Λουκ. Ἀλεξ. 33. 2) διατρίβω, διαμένω ἔν τινι τόπῳ, ἐνδιατριβόντων δὲ αὐτῶν Θουκ. 5. 12., 7. 81· ἀσχολοῦμαι εἴς τι, ἐὰν δὲ περαιτέρω τοῦ θέματος ἐνδιατρίψῃ Πλάτ. Γοργ. 484C. κτλ. 3) ἐμμένω, τοῖς ἠθάσι... τοῖς ἀρχαίοις ἐνδιατρίβην Ἀριστοφ. Ἐκκλ. 585, πρβλ. Πλάτ. Πολ. 487D· προσηλώνω, ἐν τοῖς καλοῖς ἐᾶν τὴν ὄψιν ἐνδιατρίβειν Ξεν. Κύρ. 5. 1, 16· τούτοις (τοῖς ἔργοις καὶ λόγοις) ἐνδιατρίβοντες, ἀνακυκλοῦντες ἐν τῷ νῷ, Λουκ. Νιγρ. 7, πρβλ. Πλουτ. Περικλ. 2· κατά τι Ἐπίκουρ. παρὰ Διογ. Λ. 10. 17· περί τινος Ἀριστ. μετὰ τὰ Φυσ. 1. 8, 16· περί τι Ἀθήν. 623Ε· ἀπολ., ἐπιμένω εἴς τι (ὁμιλῶν), Αἰσχίν. 82. 33, πρβλ. Ἀριστ. Πολιτικ. 1. 11, 5.