δυσαπάλλακτος
θοῦ, Κύριε, φυλακὴν τῷ στόµατί µου καὶ θύραν περιοχῆς περὶ τὰ χείλη µου → set a guard over my mouth, Lord; keep watch over the door of my lips | set a guard, O Lord, over my mouth; keep watch over the door of my lips (Psalm 140:3, Septuagint version)
English (LSJ)
ον,
A hard to get rid of, νοῦσος Hp.Nat.Mul. 40; ὀδύναι S.Tr.959 (lyr.); πρόσταγμα Isoc.10.28; ἀρρώστημα Arist. PA671b9, cf. Cat.10a4: c. gen., -ότεραι τῶν ἐμβρύων having difficulty in bringing forth, Id.HA587b1; δ. ἀπὸ λόγου a person hard to draw away from... Pl.Tht.195c. Adv. -τως, ἔχειν τινός Eust.1389.46, cf. Eustr. in EN140.18.
German (Pape)
[Seite 676] wovon man sich schwer losmachen kann, hartnäckig; ὀδύναι Soph. Tr. 955, Schol. δυσίατοι; ἀφ' ἑκάστου λόγου Plat. Theaet. 195 c; im compar., Tim. 85 b; δυσαπαλλάκτου προστάγματος Isocr. 10, 28; τῶν ἐμβρύων δ. γίγνονται Arist. de anim. 7, 10, sie können schwer entbunden werden; – Sp.
Greek (Liddell-Scott)
δυσαπάλλακτος: -ον, ἀφ᾿ οὗ δύσκολον εἶνε νὰ ἀπαλλαγῇ τις, ὀδύναι Σοφ. Τρ. 959· πρόσταγμα Ἰσοκρ. 213D· ἀρρώστημα Ἀριστ. Ζ. Μ. 3. 9, 4, πρβλ. Κατηγ. 8, 18· ‒ μετὰ γεν., δ. τῶν ἐμβρύων, ἔχουσα δυσκολίαν κατὰ τὸν τοκετόν, ὁ αὐτ. Ἱ. Ζ. 7. 10, 6· ‒ δ. ἀπὸ λόγου…, Πλάτ. Θεαιτ. 195C. ‒ Ἐπίρρ. -τως, Εὐστ. 1389. 46.