κοπάζω
ἐγγυητής τοῦ ἀργυρίου ἀξιόχρεως → trustworthy guarantor for the money
English (LSJ)
aor. ἐκόπασα (v. infr.): pf.
A κεκόπακα Hsch.:—grow weary, τοῦ πολέμου LXX Jo.14.15; τοῦ θυμοῦ ib.Es.2.1; of an abnormal pulsation, abate, Hp.Epid.7.2; esp. of natural phenomena, ἐκόπασε (sc. ὁ ἄνεμος) Hdt.7.191, cf. Ev.Matt.14.32; ὅταν ἡ λίμνη κοπάσῃ Arist.Pr.935a18; ἐκόπασε τὸ πῦρ LXX Nu.11.2; of heat, Longus 1.8.
German (Pape)
[Seite 1482] müde werden u. dah. nachlassen, sich legen; ἄνεμος ἐκόπασε Her. 7, 191; vom Wasser eines Sees, fallen, Arist. probl. 23, 34; κοπάσαντος τοῦ καύματος, als sich die Sonnenhitze gelegt hatte, Long. 1, 8; öfter bei Sp., wie N. T.
Greek (Liddell-Scott)
κοπάζω: μέλλ. -άσω: πρκμ. κεκόπακα Ἡσύχ.· ― κοπιῶ, ἀποκάμνω· ἐπὶ τοῦ ἀνέμου, καταπίπτω, ἐλαττοῦμαι, ἐκόπασε (δηλ. ὁ ἄνεμος) Ἡρόδ. 7. 191, πρβλ. Εὐαγγ. κ. Ματθ. ιδ΄, 32· οὕτως ἐπὶ πλημμύρας, Ἀριστ. Προβλ. 23. 34· ἐπὶ θερμότητος, Λόγγος 1. 8· ἐκόπασε τὸ πῦρ Ἑβδ. (Ἀριθμ. ΙΑ΄, 2)· ὡσαύτως, ἐπὶ ἀσθενοῦς, ἀναπαύομαι, Ἱππ. 1207D· καὶ ἐκόπασεν ὁ βασιλεὺς τοῦ θυμοῦ, ἐπέρασεν ὁ θυμός του, Ἑβδ. (Ἐσθὴρ Β΄, 1).