ὑπεκκλίνω
From LSJ
καὶ ποταμοὺς τινας διαβάντες ἐν μεγίστῃ παρεγινόμεθα κώμῃ → and having crossed some rivers we reached a very large village
English (LSJ)
[ῑ],
A bend aside, escape, Ar.Eq.272 (troch.): c. acc., shun, avoid, Plu.Cam.18.
German (Pape)
[Seite 1186] ausbiegen, ausweichen; Ar. Equ. 272; τί, Plut. Camill. 18.
Greek (Liddell-Scott)
ὑπεκκλίνω: [ῑ], ἐκκλίνω κατὰ μέρος, ἐκφεύγω, διαφεύγω, Ἀριστοφ. Ἱππ. 273· μετ’ αἰτ., ἐκτρέπομαι, ἀποφεύγω, Πλουτ. Κάμιλλ. 18· ὡσαύτως μετὰ γεν., Βυζ.