κατηγόρημα

From LSJ
Revision as of 11:17, 5 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (6_22)
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κατηγόρημα Medium diacritics: κατηγόρημα Low diacritics: κατηγόρημα Capitals: ΚΑΤΗΓΟΡΗΜΑ
Transliteration A: katēgórēma Transliteration B: katēgorēma Transliteration C: katigorima Beta Code: kathgo/rhma

English (LSJ)

ατος, τό,

   A accusation, charge, Gorg.Pal.22, Pl.Lg.765b, 881e, PFrankf.7B3 (iii B.C.); τὰ τοῦ τρόπου σου κ. D.18.263, cf. Din.1.1, D.H.7.64; τοῦτο φωνῆς κ. this is the fault of... A.D.Pron.27.25.    II in Logic, predicate, Arist.Int.20b32, Metaph.1053b19, etc.; οὐκ εὔοδον τὸ ἁπλοῖν ἐστι κ. Epicur.Fr.18.    2 head of predicables, Arist.Metaph.1028a33,Ph.201a1, Zeno Stoic.1.25, etc.; περὶ κατηγορημάτων Sphaer.ib.140.    III sign, indication, ὁ ἐπικεκυφὼς τράχηλος μωροῦ ἀνδρὸς κ. Polem.Phgn. 36.

German (Pape)

[Seite 1400] τό, das Angeschuldigte, Gegenstand der Anklage, Anklagepunkt, Verbrechen; Din. 1, 1; πρὸς αὐτὰ τὰ τοῦ τρόπου σοῦ βαδιοῦμαι κατηγορήματα Dem. 18, 263; Anklage, Plat. Legg. VI, 765 b; allgemeiner, Anzeige, Zeichen, Sp.; – das, was von Einem ausgesagt wird, Prädikat, Arist. Metaphvs. 6, 1 u. Folgde.

Greek (Liddell-Scott)

κατηγόρημα: τό, τὸ κακούργημα ἢ ἔγκλημα, δι’ ὃ γίνεται ἡ κατηγορία, Πλάτ. Νόμ. 765Β. 881E· τὰ τοῦ τρόπου σου κατηγορήματα Δημ. 314. 21, πρβλ. Δείναρχ. 90. 6. ΙΙ. ἐν τῇ λογικῇ, κατηγορούμενον δηλ. τὸ περὶ τοῦ ὑποκειμένου λεγόμενον, Ἀριστ. π. Ἑρμην. 11. 4, Μετὰ τὰ Φυσ. 9. 2, 2, Κικ. Tusc. 4. 9. 2) = κατηγορία ΙΙ, Ἀριστ. Μετὰ τὰ Φυσ. 6. 1, 5, Φυσ. 3. 1, 4·― σημεῖον, σημείωσις, Πολέμ. Φυσιογν. 1. 15.