σχολαῖος
Γυνὴ γυναικὸς πώποτ' οὐδὲν διαφέρει → Nihil propemodum mulier distat mulieri → Zwischen erster Frau und zweiter ist kein Unterschied
English (LSJ)
α, ον,
A leisurely, tardy, σ. κομισθῆναι to go leisurely, Th.3.29; σ. ποιεῖν τὴν πορείαν X.An.4.1.13; σχολαίτεραι ἀπαλλαγαί Hp.Dieb.Judic.10; βίος Plu.2.603e. Adv. -αίως X.An.1.5.8, Arist.EN1171b24, etc.: Comp. σχολαίτερα Hdt.9.6; -αίτερον Th.4.47, Pl.R.610d: Sup. -αίτατα X.HG6.3.6; but also σχολαιότερον, -ότατα, Id.An.1.5.9, Lac.11.3, Gal.6.391 (Adj.); -οτέρως Dsc.Ther.Praef.
German (Pape)
[Seite 1058] müßig, ruhig, auch langsam, träge; compar. σχολαίτερος, Her. 9, 6 im adv. σχολαίτερα, θᾶττον ἢ σχολαίτερον Plat. Rep. X, 610, d, wie Thuc. 7, 15; σχολαίαν ἔπ οίουν τὴν πορείαν πολλὰ ὄντα τὰ ὑποζύγια, Xen. An. 4, 1, 13; σχολαιότατα Lac. 11, 3, u. σχολαιότερον, im Ggstz von θᾶττον, An. 1, 5, 9; aber σχολαίτατα, im Ggstz von τάχιστα, Hell. 6, 3, 6.
Greek (Liddell-Scott)
σχολαῖος: -α, -ον, (σχολή) ὁ σχολῇ ποιῶν τι, βραδύς, ἀργός, ἀργοκίνητος, σχολ. κομισθῆναι, πορευθῆναι βραδέως, Θουκ. 3. 29· σχολαίαν ποιεῖν τὴν πορείαν Ξενοφ. Ἀνάβ. 4. 1, 13· σχολ. ἀπαλλαγαὶ Ἱππ. 58. 35· βίος Πλούτ. 2. 603Ε. - Ἐπίρρ. -ως, Ξεν. Ἀν. 1. 5, 8, Ἀριστ., κλπ. - Συγκρ. σχολαίτερα Ἡρόδ. 9. 6· ἢ -αίτερον, Θουκ. 4. 47, Πλάτ. Πολ. 610D· ὑπερθετ. -αίτατα, Ξεν. Ἑλλ. 6. 3, 6· - ἐσχηματίσθη ἐκ τῆς δοτ. σχολῇ (-ηι, -αι), ὡς τὸ παλαίτερος ἐκ τοῦ πάλαι· ἀλλ’ ὡσαύτως σχολαιότερον, -ότατα, ὁ αὐτ. ἐν Ἀν. 1. 5, 9, Λακ. 11, 3· - -οτέρως Διοσκ. π. Δηλητηρ. Φαρμ. ἐν τῷ προοιμ.