γρύψ
ἀλλὰ σὺ μὲν νῦν στῆθι καὶ ἄμπνυε → but you, stop now and catch your breath | but do thou now stand, and get thy breath
English (LSJ)
gen. γρῡπός, ὁ,
A griffin, Aristeasap. Hdt.3.116, cf. 4.13, A. Pr.804, IG12.280.80; τράπεζα ἔχουσα πόδας ἀναγλύπτους γρῦπας SIG 996.10 (Smyrna). II a bird, prob. the Lämmergeier, LXX Le. 11.13, De.14.13. III pl., part of a ship's tackle, or anchor, Hsch.
German (Pape)
[Seite 507] γρυπός, ὁ, der Greif (vgl. γρυπός, nach dem Schnabel benannt), ein fabelhafter Vogel, Her. 3, 116 u. öfter, der ihrer als Wächter der Goldgruben u. ihres Kampfes mit den Arimaspen erwähnt; vgl. Aesch. Prom. 806 u. Ael. H. A. 4, 27; Arr. An. 5, 4, 7; Paus. 8, 2, 7 u. a. Sp.
Greek (Liddell-Scott)
γρύψ: γεν. γρυπός, ὁ, μυθολογικόν τι πλάσμα, ἔχον κεφαλὴν καὶ πτερὰ ἀετοῦ, σῶμα δὲ λέοντος, ποικιλοτρόπως περιγραφόμενον, τὸ πρῶτον μνημονευόμενον ὑπὸ Ἀριστέου περὶ τὸ 560 π. Χ. Ἡρόδ. 3. 116, πρβλ. Αἰσχύλ. Πρ. 395. Σύλλ. Ἐπιγρ. 139. 11. [ῡ ἐν πλαγ. πτώσ., Βεργ. Ἐκλ. 8. 27, ὡς ἐν λ. γρῡπός.