παράλυπρος
From LSJ
οὕτω γὰρ συμβαίνει ἅμα καὶ ἡ τῶνδε εὐγένεια κοσμουμένη → for by so doing we shall also celebrate therewith the noble birth of these heroes
English (LSJ)
ον,
A rather poor, χωρία Str.3.2.3 ; χώρα Id.17.3.23.
German (Pape)
[Seite 488] etwas traurig, vom Lande, unergiebig, Strab. III, 142 u. öfter.
Greek (Liddell-Scott)
παράλυπρος: -ον, ἐπὶ ἐδάφους, λυπρόν πως, κἄπως ἄγονον, Στράβ. 142.