ποτίζω
κάλλιστον τὸ δικαιότατον, λῷστον δ' ὑγιαίνειν → nothing is more beautiful than being just, but nothing is more pleasant than being healthy | Most beautiful is what is most just; the best thing is to be healthy.
English (LSJ)
Att. fut. ιῶ Gp.17.12.3: (πότος):—
A give to drink, ἄκρητον ποτίσας Hp.Aph.7.46; ἐπότισεν . . ὁ ἰατρὸς τὸ φάρμακον Arist.Ph.199a34, cf. Ruf.Fr.118; οἶνον [ὑποζυγίοις] Aen.Tact.27.14:—Pass., Dsc.1.11,al. 2 c. dupl. acc., τοὺς ἵππους νέκταρ ἐπότισε gave them nectar to drink, Pl.Phdr.247e; μικρὸν ὕδωρ π. τινά LXX Ge.24.17; ποτήριον π. τινά Ev.Marc.9.41, cf. 1 Ep.Cor.12.13 (Pass.). 3 water, [τὰ φυόμενα] X.Smp.2.25, cf. LXX Ge.2.6; irrigate, φυτά PCair.Zen.72.4 (iii B. C.); π. τὴν γῆν ἀπὸ χερός ib.155.3 (iii B. C.); also water cattle, ταύρως καὶ πόρτιας Theoc.1.121:—Pass., of land, to be watered, to be irrigated, CPR1.9 (i A. D.), Luc.Abd.27, etc. 4 π. οἴνῳ OGI200.16 (Axum, iv A. D.); οἴνου Porph.Abst.2.54 (ap.Eus.PE4.16; οἴνῳ codd. Porph.). 5 moisten, μετά τινος Zos.Alch.p.167 B.; τινι Moses ap.eund.p.183 B.
German (Pape)
[Seite 689] trinken lassen, zu trinken geben; νέκταρ ἐπότισε, Plat. Phaedr. 247 e, Sp., bes. N. T.; auch = das Land, die Pflanzen bewässern, begießen; pass. getränkt werden, Luc. abd. 27, τί, womit.
Greek (Liddell-Scott)
ποτίζω: μέλλ. -ίσω, καὶ -ιῶ, (πότος) ὡς καὶ νῦν, δίδω εἴς τινα νὰ πίῃ, ἄκρητον ποτίσας Ἱππ. Ἀφ. 1260· ἐπότισεν... ὁ ἰατρὸς τὸ φάρμακον Ἀριστ. Μετὰ τὰ Φυσ. 2. 8, 11. 2) μετὰ διπλῆς αἰτ., τοὺς ἵππους νέκταρ ἐπότισε, ἔδωκεν εἰς αὐτοὺς νέκταρ νὰ πίωσι, Πλάτ. Φαῖδρ. 247Ε· μικρὸν ὕδωρ π. τινὰ Ἑβδ. (Γένεσ. ΚΔ΄, 17)· ποτήριον π. τινὰ Εὐαγγ. κ. Μάρκ. θ΄, 41, πρβλ. Α΄ Ἐπιστ. πρὸς Κορινθ. ιβ΄, 13. 3) ποτίζω τὴν γῆν, Νεῖλος π. χθόνα Ἀνθ. Π. 1. 100, πρβλ. Ἑβδ. (Γέν. Β΄, 6)· π. τὰ φυόμενα Ξεν. Συμπ. 2, 25· ὡσαύτως ποτίζω ζῷα, ταύρως καὶ πόρτιας Θεόκρ. 1. 121. ― Παθ., ποτίζομαι, ἐπὶ φυτῶν, Ἀριστ. π. Φυτ. 1. 7, 3· ἐπὶ γῆς, Λουκ. Ἀποκηρυττ. 27, κτλ. 4) π. οἴνῳ Συλλ. Ἐπιγρ. 5128. 16.