συκάζω

From LSJ
Revision as of 10:09, 5 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (6_1)

καθάπερ ὄφις παλαιὸν ἀποδύεται θώρακα → just as a snake sheds its old skin

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σῡκάζω Medium diacritics: συκάζω Low diacritics: συκάζω Capitals: ΣΥΚΑΖΩ
Transliteration A: sykázō Transliteration B: sykazō Transliteration C: sykazo Beta Code: suka/zw

English (LSJ)

(συκῆ)

   A gather or pluck ripe figs, Ar.Av.1699(lyr., with a play on συκοφαντέω, cf. συκαστής), Poll.1.242, etc.; τὰ σῦκα σ. X.Oec.19.19; σ. ἀπὸ δένδρων D.C.56.30; σ. τὰς συκᾶς gather figs from the figtrees, Poll.1.226.    II scrutinize, Aristaenet.1.22, Hsch.: hence sens. obsc., Stratt.3. Cf. συκοφαντέω 11.

German (Pape)

[Seite 973] reife Feigen lesen, abbrechen, Schol. Ar. zua. O.; τὰ σῦκα, Xen. Oec. 19, 19; bei Poll. 6, 49 = συκίζω. – Auch betasten, necken, bes. in obscöner Bdtg, nach Hesych. κνίζειν ἐν ταῖς ἐρωτικαῖς ὁμιλίαις; vgl. Strattis bei Ath. XIII, 592 d; u. so emend. Hecker συκάσεται für δικάσεται in Nicarch. 1 (V, 38). – Auch = συκοφαντέω, Ar. Av. 1699, nach Schol.

Greek (Liddell-Scott)

σῡκάζω: (συκῆ) συλλέγω, δρέπω ὥριμα σῦκα, Ἀριστοφ. Ὄρν. 1699. (μετὰ παιδιᾶς ἐπὶ τῆς λ. συκοφαντέω, πρβλ. συκαστής), Πολυδ. Α΄, 242, κτλ.· σ. σῦκα Ξεν. Οἰκ. 19, 19· σ. ἀπὸ δένδρων Δίων Κ. 56. 30· σ. τᾶς συκᾶς, συλλέγειν σῦκα ἐκ τῶν συκῶν, Πολυδ. Α΄, 226. ΙΙ. ἐρευνῶ μετὰ περιεργίας καὶ προσοχῆς, ἐξετάζω, Ἀρισταίν. 1. 22, Ἡσύχ.· ἐπὶ αἰσχρᾶς σημασίας, Λαγίσκαν τὴν Ἱπποκράτους παλλακὴν εὑρεῖν με συκάζουσαν Στράττις ἐν «Ἀταλάντῃ» 1. 2· πρβλ. συκοφαντέω ΙΙ.