τωθάζω

From LSJ
Revision as of 10:30, 5 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (6_6)

οὐ γὰρ γίνονται ἐκπλήξιες τῆς γνώμης οὔτε μετάστασις ἰσχυρὴ τοῦ σώματος → therefore, they experience no mental anxiety and no physical shocks

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τωθάζω Medium diacritics: τωθάζω Low diacritics: τωθάζω Capitals: ΤΩΘΑΖΩ
Transliteration A: tōtházō Transliteration B: tōthazō Transliteration C: tothazo Beta Code: twqa/zw

English (LSJ)

Ar.V.1368, Theoc.16.9, etc.: fut.

   A τωθάσομαι Pl.Hp. Ma.290a (τωθάσω Ar.V.1362 is aor. subj.; τωθάσουσι as fut. is v.l. in Gal.6.234): aor. ἐτώθασα Ar. l. c., Arist.Rh.1381a34, Jul. Or.5.159a, (ἐπ-) Hp.Ep.17: also θωτάξω (q.v.):—mock, jeer at, flout, τινα Hdt.2.60, Ar.V.1362, Pl. l. c., Herod.7.103; πολλὰ τ. τινά Theoc. l.c.:—Pass., to be mocked, Pl.R.474a, Lib.Decl.19.33.    2 abs., jeer, Ar.V.1368, Arist. l.c.

Greek (Liddell-Scott)

τωθάζω: Δωρικ. τωθάσδω· μέλλ. τωθάσομαι Πλάτ. Ἱππ. Μείζων 290Α (τωθάσω Ἀριστοφ. Σφ. 1362 εἶναι ἀόρ. ὑποτακτ.)· ἀόρ. ἐτώθασα, Ἀριστοφ. ἔνθ’ ἀνωτ., Ἀριστ. Ρητορ. 2. 4, 13, (ἐπ-) Ἱππ. 1281. 15· ἐτώθαξα Τζέτζ. Ἐμπαίζω, περιπαίζω, περιγελῶ, σκώπτω, μυκτηρίζω, τινὰ Ἡρόδ. 2. 60, Ἀριστοφ. Σφ. 1362, Πλάτ. ἔνθ’ ἀνωτ.· πολλὰ τ. τινὰ Θεόκρ. 16 9. - Παθ., μυκτηρίζομαι, χλευάζομαι, Πλάτ. Πολ. 474Α. 2) ἀπολ., ἐμπαίζω, χλευάζω, Ἀριστοφ. Σφ. 1368, Ἀριστ. Ρητορ. ἔνθ’ ἀνωτ. - Ὡς παράδειγμα τοῦ τωθάζειν οἱ παλαιοὶ μνημονεύουσι τὸ ἐπίγραμμα τοῦ Ἐμπεδοκλέους ἐν Ἀνθ. Π. παράρτ. 21, ὃ ἴδε. - Καθ’ Ἡσύχ.: «τωθάζει· χλευάζει, μετὰ κενοδοξίας σκώπτει. ἐρεθίζει. κατακαυχᾶται. λοιδορεῖ. θωπεύει. κακολογεῖ».