ἁγνίζω
Τὸ κέρδος ἡγοῦ κέρδος, ἂν δίκαιον ᾖ → Lucrum esse lucrum crede, si iustum est lucrum → Gewinn sei dir Gewinn, wenn er auf Recht beruht
English (LSJ)
fut. ῐῶ (ἀφ-) LXX Nu.8.6: pf.
A ἥγνικα 1 Ep.Pet.1.22: (ἁγνός): —wash off, cleanse away, esp. by water (τὸ πῦρ καθαίρει . . τὸ ὕδωρ ἁγνίζει Plu.2.263e), λύμαθ' ἁγνίσας ἐμά S.Aj.655; τινὰ πηγαῖς E. IT1039. 2 cleanse, purify, χέρας σὰς ἁγνίσας μιάσματος E.HF 1324, cf. Diph.126.1, LXXEx.19.10:—Med., purify oneself, ib. Jo.3.5, Plu.2.1105b:—Pass., ἁγνίσθητι Act.Ap.21.24; ἀπὸ οἴνου LXX Nu.6.3 (Pass.). 3 esp. ἁ. τὸν θανόντα purify the dead by fire, S.Ant. 545:—Pass., σώμαθ' ἡγνίσθη πυρί E.Supp.1211. 4 sacrifice, E.Fr.314, IT705 (Pass.). 5 hallow, consecrate, Aristonous 1.17 (Pass.). 6 burn up, consume, S.Fr.116; ἐπαστράψας αἰθὴρ ἥγνισε . . ἱστορίαν AP7.49 (Bianor).
German (Pape)
[Seite 17] reinigen, bes. durch Wasser (Plut. Qu. Rom. 1 τὸ πῦρ καθαίρει – τὸ ὕδωρ ἁγνίζει), abspülen; λύματα Soph. Ai. 640; durch ein Sühnopfer, Plut. καθαρμοῖς τὰς πόλεις ἥγνισε Rom. 24; öfter mit ῥαίνω, Num. 13; κατακλύζω Mar. 21; mit Schwefel, Diphil.-bei Clem. Al. Strom. 7 p. 303; durch Feuer, verbrennen, σῶμα ἡγνίσθη πυρί Eur. Suppl. 1217; bes. als Opfer z. B. ἔντομα Ap. Rh. 2, 926.
Greek (Liddell-Scott)
ἁγνίζω: Μ. Ἀττ. -ῐῶ: (ἁγνός). Κάμνω τινὰ ἤ τι καθαρόν, ἐξαγνίζω, ἀποκαθαίρω, ἰδίᾳ δι’ ὕδατος (τὸ πῦρ καθαίρει.., τὸ ὕδωρ ἁγνίζει, Πλούτ. 2. 263Ε), λύμαθ ̓ ἁγνίσας ἐμά, Σοφ. Αἴ. 655· τί τινος, χέρας σὰς ἁγνίσας μιάσματος, Εὐρ. Ἡρ. Μαιν. 1324· συχν. παρὰ τοῖς Ἑβδ. καὶ τῆ Κ. Δ.: -παρὰ μεταγεν. ὡσαύτως ἐν τῷ μέσ. τύπῳ, ἀλλὰ πρβλ. ἀφαγνίζω.