ποσίνδα
From LSJ
English (LSJ)
Adv., (πόσος)
A how many times? π. παίζειν, = ἀρτιάζειν, play morra, X.Eq.Mag.5.10.
Greek (Liddell-Scott)
ποσίνδα: Ἐπίρρ. (πόσος) ποσάκις; π. παίζειν = ἀρτιάζειν, Λατ. ludere par impar, παιδιὰ καθ’ ἣν ὁ μὲν ἐκτείνει ταχέως δακτύλους τινὰς τῆς ἑαυτοῦ χειρὸς κεκλεισμένης οὔσης, ὁ δὲ ἕτερος ὀφείλει νὰ εἴπῃ ἀμέσως τὸ πόσοι εἶναι οἱ ἐκτεινόμενοι δάκτυλοι, Ξεν. Ἱππαρχ. 5. 10, ἐκ διορθώσεως τοῦ L. Dind. ἐκ τῶν Θεογνώστου Καν. 164· πρβλ. βασιλίνδα.