ἀγρώτης
From LSJ
Μαστιγίας ἔγχαλκος, ἀφόρητον κακόν → Pecuniosus verbero, malum maximum → Ein reicher Taugenichts, wie unerträglich schlimm
Μαστιγίας ἔγχαλκος, ἀφόρητον κακόν → Pecuniosus verbero, malum maximum → Ein reicher Taugenichts, wie unerträglich schlimm
Full diacritics: ἀγρώτης | Medium diacritics: ἀγρώτης | Low diacritics: αγρώτης | Capitals: ΑΓΡΩΤΗΣ |
Transliteration A: agrṓtēs | Transliteration B: agrōtēs | Transliteration C: agrotis | Beta Code: a)grw/ths |
ου, ὁ,
A of the field, wild, θῆρες E.Ba.564 (lyr.), Rh.266.
ἀγρώτης: -ου, ὁ = ἀγρότης ἄλλη γραφὴ ἀντὶ τοῦ ἀροτρεὺς ἐν Θεοκρ. 25, 51. 2) ὡς ἐπίθ. ὁ ἐν ἀγροῖς, ὁ ἐξ ἀγρῶν, ἄγριος· θῆρες, Εὐρ. Βάκχ. 562 (λυρ.)· χωρικός, βουκόλοι, Ἀνθ. Π. 6. 37.