κατάδεσμος

From LSJ
Revision as of 10:49, 5 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (6_15)

Σοφία γάρ ἐστι καὶ μαθεῖν, ὃ μὴ νοεῖς → Et discere id, quod nescias, aspienta est → Zu lernen fordert Weisheit auch, was du nicht weißt

Menander, Monostichoi, 481
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κατάδεσμος Medium diacritics: κατάδεσμος Low diacritics: κατάδεσμος Capitals: ΚΑΤΑΔΕΣΜΟΣ
Transliteration A: katádesmos Transliteration B: katadesmos Transliteration C: katadesmos Beta Code: kata/desmos

English (LSJ)

ὁ,

   A tie, band, κ. ἥβης bathing-drawers, Theopomp.Com.37.    II = κατάδεσις 11, -δέσμοις τοὺς θεοὺς πείθοντες Pl.R.364c, cf. Plot.4.4.40 (pl.), PMag.Par.1.2176 (pl.); κ. καὶ φαρμακεῖαι Artem.1.77.

German (Pape)

[Seite 1345] ὁ, Band, Verband, nach Phryn. 292 besser als ἐπίδεσμος; bes. Zauberband, Zauberknoten, Behexung durch Knüpfung eines Knotens, Plat. Rep. II, 364 c; καὶ φαρμακεῖαι Artemid. 1, 77; vgl. Phryn. in B. A. 27, 6.

Greek (Liddell-Scott)

κατάδεσμος: ὁ, ὁ ἐπιδενόμενος καὶ καλύπτων τι, καλυπτήρ, τηνδὶ περιζωσάμενος ᾤαν λουτρίδα κατάδεσμον ἥβης περιπέτασον Θεόπομπ. Κωμ. ἐν «Παισὶ» 2. ΙΙ. μαγικὸς δεσμός, τὸ μαγγανεύειν δι’ αὐτοῦ, Πλάτ. Πολ. 364C, ἔνθα ἴδε Stallb.· κ. καὶ φαρμακεῖαι Ἀρτεμίδ. 1. 77· πρβλ. κατάδεσις ΙΙ, καταδέω (Α) ΙΙΙ.