συμμεταπίπτω

From LSJ
Revision as of 11:20, 5 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (6_2)

ἤκουσεν ἐν Ῥώμῃ καὶ ἀρσένων ἑταιρίαν εἶναι → he heard that there was also a fellowship of males in Rome (Severius, commentary on Romans 1:27)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συμμεταπίπτω Medium diacritics: συμμεταπίπτω Low diacritics: συμμεταπίπτω Capitals: ΣΥΜΜΕΤΑΠΙΠΤΩ
Transliteration A: symmetapíptō Transliteration B: symmetapiptō Transliteration C: symmetapipto Beta Code: summetapi/ptw

English (LSJ)

   A change along with, τοῖς αὐτομολοῦσιν Aeschin.3.75; τῷ συμφέροντι Arist.MM1209b16, cf. Gal.17(2).569, 18(2).203; τῷ μεταβαλλομένῳ συμμετέπιπτε θρόῳ AP9.584.14.

German (Pape)

[Seite 981] (s. πίπτω), mit umfallen, umschlagen, sich ändern, τινί, Pol. 9, 23, 8.

Greek (Liddell-Scott)

συμμεταπίπτω: ὁμοῦ μεταπίπτω, συμμεταβάλλομαι, τοῖς αὐτομολοῦσιν Αἰσχίν. 64. 22· τῷ συμφέροντι Ἀριστ. Μεγ. Ἠθ. 2. 11, 18· τῷ μεταβαλλομένῳ συμμετέπιπτε θρόῳ Ἀνθ. Π. 9. 584, 14.