πιθηκώδης
From LSJ
Μετὰ τὴν δόσιν τάχιστα γηράσκει χάρις → Post munera cito consenescit gratia → Gleich nach der Gabe altert äußerst schnell der Dank
English (LSJ)
ες,
A = πιθηκοειδής, Arist.Phgn.812a9, Ael.NA12.27.
German (Pape)
[Seite 614] ες, = πιθηκοειδής; Arist. physiogn. 6; Ael.
Greek (Liddell-Scott)
πῐθηκώδης: -ες, = πιθηκοειδής, Ἀριστ. Φυσιογν. 6. 31, Αἰλ. π. Ζ. 12. 27.