παραζάω
From LSJ
English (LSJ)
A v. παραζῶ.
German (Pape)
[Seite 478] (s. ζάω), daneben leben, ψυχὴν τῷ σώματι παραζῶσαν, Plut. Symp. 5 prooem.; vgl. παρέζων, οὐκ ἔζων τότε, ich vegetirte dabei ohne eigentliches thätiges Leben, Anaxandrid. bei Ath. XIV, 692 b; dah. falsch leben, seinen wahren Lebenszweck verfehlen, Plut. educ. lib. 17.
Greek (Liddell-Scott)
παραζάω: ζῶ πλησίον τινὸς ἢ ὡς παράρτημά τινος, ψυχὴ τῷ σώματι παραζῶσα Πλούτ. 2. 672D. ΙΙ. ζῶ ἁπλῶς χωρὶς νὰ πράττω τι, οὕτω παρέζων, κοὐκ ἔζων, ἤμην ζῶν ἀλλὰ δὲν ἔζων, Ἀναξανδρίδης ἐν «Ἀγροίκοις» 3. 4· καὶ οὕτω, ζῶ κακῶς, ματαίως, πρβλ. Wyttenb. εἰς Πλούτ. 2. 13B.