ἀπαμβλίσκω

From LSJ
Revision as of 09:55, 5 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (6_23)

ἀλλὰ σὺ μὲν νῦν στῆθι καὶ ἄμπνυε → but you, stop now and catch your breath | but do thou now stand, and get thy breath

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀπαμβλίσκω Medium diacritics: ἀπαμβλίσκω Low diacritics: απαμβλίσκω Capitals: ΑΠΑΜΒΛΙΣΚΩ
Transliteration A: apamblískō Transliteration B: apambliskō Transliteration C: apamvlisko Beta Code: a)pambli/skw

English (LSJ)

   A make abortive, καρπούς produce abortive fruit, Plu. Arat.32.    II intr., miscarry, aor. ἀπήμβλωσε, Id.Pomp.53.

German (Pape)

[Seite 277] (s. ἀμβλίσκω), eine Fehlgeburt thun, ἀπήμβλωσε Plut. Pomp. 53; δένδρα ποιεῖ ἄφορα καὶ καρποὺς ἀπαμβλίσκειν Arat. 32, bewirkt, daß die Bäume nicht tragen und die Früchte, die sie angesetzt haben, vor der Reise verlieren.

Greek (Liddell-Scott)

ἀπαμβλίσκω: καθιστῶ τι ἀτελεσφόρητον, καὶ καρποὺς ἀπαμβλίσκειν «ἀτελεσφορήτους ποιεῖν. Ἡ μεταφορὰ ἀπὸ τῶν ἀπαμβλισκουσῶν γυναικῶν· καρποὺς δὲ τοὺς σιτικοὺς λέγει ἀντιδιεσταλμένως πρὸς τὰ δένδρα» (Σημ. Κοραῆ), Πλουτ. Ἄρατ. 32. ΙΙ. ἀμεταβ. ἐπὶ γυναικός, ἀποβάλλω, κάμνω ἀποβολήν: ἀόρ. ἀπήμβλωσε, ὁ αὐτ. Πομπ. 53.