στεφάνωμα
Βέλτιστε, μὴ τὸ κέρδος ἐν πᾶσι σκόπει → Amice, ubique lucra sectari cave → Mein bester Freund, sieh nicht in allem auf Profit
English (LSJ)
ατος, τό,
A that which surrounds, crown, wreath, Thgn.1001; βωμῶν Pi.I.4 (3).62(80); μεγάλαιν θεοῖν ἀρχαῖον σ. S.OC684 (lyr.); σ. πύργων [the city's] coronal of towers, the encircling towers, Id.Ant.122 (lyr.). 2 a crown as the prize of victory, Pi.P.12.5; σελίνων Id.I. 2.15. 3 pl., the place where crowns or garlands were sold, Ar.Ec. 303(lyr.), Pherecr.2. 4 plants used for making garlands, Cratin. 150, Thphr.HP6.6.1, cf. Ath.15.672f, Hsch. II reward, honour, glory, πλούτου, Κυράνας, Pi.P.1.50, 9.4; παγκρατίου Id.I.4(3).44(62); παῖδα Διὸς ὑμνῆσαι, σ. μόχθων as a reward for... E.HF355 (lyr.).
German (Pape)
[Seite 940] τό, Umgebung; von den Ringmauern einer Stadt, στ. πύργων, Soph. Ant. 122. – Gew. Bekränzung, Kranz, Theogn. 994; bes. Ehren- oder Siegeskranz, παγκρατίου, Pind. I. 3, 62; πλούτου, P. 1, 50, u. öfter; auch übh. Preis, Lohn, Schmuck, Κυράνας, 9, 4; μεγάλαιν θεαῖν ἀρχαῖον στεφάνωμα, Soph. O. C. 690; vgl. Plut. Symp. 3, 1; auch στεφάνωμα μόχθων, Eur. Herc. Fur. 355.
Greek (Liddell-Scott)
στεφάνωμα: [ᾰ], τό, τὸ περιβάλλον, περικυκλοῦν, στέμμα, στέφανος, Θεόγν. 995· βωμῶν Πινδ. Ι. 4. 106· μεγάλαιν θαῖν ἀρχαῖον στ. Σοφ. Ο. Κ. 684· στ. πύργων, οἱ πύργοι τῆς πόλεως οἱ περιστέφοντες αυτήν, Σοφ. Ἀντ. 122, πρβλ. Ο. Κ. 14. 2) στέφανος ὡς βραβεῖον νίκης, Πινδ. Π. 12. 9· σελίνων Ι. 2. 22. 3) ἐν τῷ πληθ., ὁ τόπος ἔνθα στέφανοι ἐπωλοῦντο, Ἀριστοφ. Ἐκκλ. 503, Φέρεκρ. Ἀγ. 2. 4) ἐπὶ φυτῶν ὦν ἐγἰνετο χρῆσις εἰς κατασκευὴν στεφάνων, Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 6. 6. 1, πρβλ. Ἀθήν. 672Α, F, Ἡσύχ. ΙΙ. ἀνταμοιβή, κόσμημα, τιμή, δόξα, πλούτου, Κυράνας Πινδ. Π. 1. 96., 9. 5, πρβλ. Ι. 4 (3). 76· παῖδα Διὸς ὑμνῆσαι, στ. μόχθων, ὡς ἀμοιβή, ἀνταπόδοσις.., Εὐρ. Ἡρ. Μαιν. 355.