παραρρήγνυμι

From LSJ
Revision as of 10:45, 5 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (6_9)

κακῶν ἀπέστω θάνατος, ὡς ἴδῃ κακά → of all evils let only death be absent, so he may see evils

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: παραρρήγνῡμι Medium diacritics: παραρρήγνυμι Low diacritics: παραρρήγνυμι Capitals: ΠΑΡΑΡΡΗΓΝΥΜΙ
Transliteration A: pararrḗgnymi Transliteration B: pararrēgnymi Transliteration C: pararrignymi Beta Code: pararrh/gnumi

English (LSJ)

or παραρρηγνύω (Plu.Fab.19),

   A break at the side, esp. break a line of battle, Th.4.96 ; π. τοῦ πύργου μέρος make a breach in it, Polyaen.2.27.2 :—Pass., to be broken, Th.5.73, 6.70, Arr.An.2.22.7, 4.26.5.    2 metaph., break through, violate, τὸν νόμον Them. Or.15.190b, cf. Or.16.212d.    II Pass., with pf. 2 παρέρρωγα, break or burst at the side, παρέρρωγεν ποδὸς φλέψ S.Ph.824 ; χιτωνίου παραρραγέντος Ar.Ra.414 (lyr.) ; τὰ παρερρωγότα τῆς ὀρεινῆς broken ground, ravines, Plu.Alex.17 ; τὸ παρερρωγὸς τοῦ στρατεύματος Arr. An.2.11.1.    2 φωνὴ παρερρωγυῖα broken (by passion), Thphr.Char. 6.7 ; so τραχυνόμενον τῇ φωνῇ καὶ παραρρηγνύμενον Plu.TG2.

Greek (Liddell-Scott)

παραρρήγνῡμι: ἢ -ύω (Πλουτ. Φάβ. 19)· μέλλ. -ρήξω. Διαρρήγνυμι κατὰ τὰ πλάγια, διαρρηγνύω γραμμὴν μάχης, Θουκ. 4.96· καὶ ἐν τῷ παθ., διαρρήγνυμαι, θραύομαι, ὁ αὐτ. 5. 73., 6. 70· π. τεῖχος, κάμνω ῥῆγμα, Πολύαιν. 2. 27, Ἀρρ. Ἀν. 2. 22., 4. 26. 2) μεταφορ., παραβιάζω, παραβαίνω, τὸν νόμον Θεμίστ. 190Β. ΙΙ. Παθ., μετὰ β΄ πρκμ. παρέρρωγα, ῥήγνυμαι κατὰ τὰ πλάγια, παρέρρωγεν ποδὸς φλὲψ Σοφ. Φιλ. 824· χιτωνίου παραρραγέντος Ἀριστοφ. Βάτρ. 412· τὰ παρερρωγότα τὴς ὀρεινῆς, πετρώδεις τόποι, φάραγγες, Πλουτ. Ἀλεξ. 17· τὸ παρερρωγὸς τοῦ στρατεύματος, τὸ παθὸν ἐκ τοῦ πλαγίου διάρρηξιν, Ἀρρ. Ἀν. 2. 11. 2) φωνὴ παρερρωγυῖα, κερχνώδης, «βραχνὴ» φωνή, ἢ συγκοπτομένη ἐξ ὀργῆς, Θεοφρ. Χαρακτ. 6· οὕτω, τραχυνόμενον τῇ φωνῇ καὶ παραρρηγνύμενον Πλουτ. Τ. Γράκχ. 2.