ἄνωθεν
ἰσότης φιλότητα ἀπεργάζεται → equality leads to friendship
English (LSJ)
and ἄνωθε (Ar.Ec.698), Dor. ἄνωθα Tab.Heracl.1.17: (ἄνω):—Adv. of Place,
A from above, from on high, θεοὺς ἄ. γῆς ἐποπτεύειν ἄχη A.Ag.1579; ὕδατος ἄ. γενομένου Th.4.75; βάλλειν ἄ. Id.7.84; from the interior of a country, Id.1.59, X.An.7.7.2; esp. from inner Asia, Plu.Dem.14; from the north, Hdt.4.105. 2 like ἄνω, above, on high, opp. κάτωθεν or κάτω, A.Ag.871 (dub.): of the gods, Id.Supp.597 (lyr.), Pl.Lg.717b; of men on earth, οἱ ἄ. the living, A.Ch.834 (lyr.), E.Hel.1014; those on deck (in a ship), Th.7.63; of birds of the air, S.El.1058 (lyr.); ἡ ἄ. Φρυγία upper Phrygia, D.23.155. b rarely c. gen., ἄ. τοῦ στρατοπέδου Hdt.1.75; τοῦ καρποῦ Hp.Art.80; τῆς νεώς Plu. Them.12. II in narrative or in quiry, from the beginning, from farther back, ἄ. ἄρχεσθαι, ἐπιχειρεῖν, Pl.Phlb. 44d, Lg.781d; ἄ. ἐξετάζειν τὸ γένος D.44.69, cf. Men.Epit.23; in quotations, above, earlier, Sch.E.Ph.249, etc.: οἱ ἔμπροσθεν καὶ ἄ. γονεῖς ancestors, Pl.Ti.18d; Κορίνθιαι εἰμὲς ἄ. by descent, Theoc.15.91, cf. 22.164, Call.Aet.3.1.32; πονηρὸς ἄ. a born rogue, D.45.80; ἐκ προγόνων ἄ. τετιμημένος IG22.1072; ἄ. ἀναμάρτητον from early life, Phld. Sto.Herc.339.17.16; ἐν τοῖς ἄ. χρόνοις D.9.41. 2 τὰ ἄ. higher, more universal principles, Pl.Phd.101d, cf. Arist.AP0.97a33. 3 over again, anew, afresh, φιλίαν ἄ. ποιεῖται J.AJ1.18.3, Artem.1.14, cf. Ev.Jo.3.3; πάλιν ἄ. Ep.Gal.4.9, cf. Harp. s.v. ἀνάδικοι κρίσεις; κτίστης ἄνωθε γενόμενος IG7.2712.58.
German (Pape)
[Seite 268] (ἄνω), dor. ἄνωθα, von obenher, herab, von einem höher gelegenen Orte, πέτρος ἄνωθεν ἠνέχθη Xen. An. 4, 7, 13; aus dem Binnenlande, Thuc. 1, 59; vom Himmel, ὁ κεραυνὸς ἄνωθεν ἀφίεται Xen. Mem. 4, 3. 14; vgl. Thuc. 4, 75; von der Zeit, von Alters her, οἱ ἄνωθεν, die Vorfahren, Plat. Tim. 18 d; ἄνωθεν ἄρχεσθαι, weit ausholen, Dem. 21, 77; vgl. Plat. Phil. 44 d; ἄν. ἐπιχειρεῖν Legg. VI, 781 d; ἐν τοῖς ἄν. χρόνοις Dem. 9, 41; denuo, Dio Chrys. 1, 604. Bisweilen scheinbar für ἄνω, z. B. θεοὶ ἄνωθεν ὄντες ὠφελοῦσιν, d. i. ἄνω ὄντες ἄνωθεν ὠφ. Xen. Symp. 6, 7; οἱ ἄνωθεν, die auf dem Verdeck, die vom V. herab kämpfen, Thuc. 7, 63.
Greek (Liddell-Scott)
ἄνωθεν: καὶ χάριν τοῦ μέτρου ἄνωθε (Ἀριστοφ. Ἐκκλ. 698), Δωρ. ἄνωθα, Ἡρακλεωτ. Πίνδ. ἐν τῇ Συλλ. Ἐπιγρ. 5774. 87 (ἄνω): - Ἐπίρρ. τόπου, ἐκ τῶν ἄνω, ἐξ ὕψους, Ἡρόδ. 4. 105, Πινδ. Ἀποσπ. 87, Τραγ., κτλ.· ὕδατος ἄνωθεν γενομένου, ὅ ἐ. βροχῆς, Θουκ. 4. 75· βάλλειν ἄνωθεν ὁ αὐτ. 7. 84: - εἰ δὲ μὴ θεὸς ἔστρεψ’ ἄνωθεν περιβαλὼν κάτω χθονὸς (κατὰ τὸν Paley «εἰ δ’ ἡμᾶς θεὸς ἔστρεψε τἄνω» κτλ.) Εὐρ. Τρῳ. 1243· ἐκ τοῦ ἐσωτερικοῦ χώρας τινός, Θουκ. 1. 59, Ξεν. Ἀν. 7.7, 2. 2) κατά τι κοινὸν ἑλληνικὸν ἰδίωμα (ἴδε Jelf. Ἑλλ. Γραμμ. § 647), συχνάκις τίθεται ἀντὶ τοῦ ἄνω, ἐπάνω, ὑψηλά, ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸ κάτωθεν ἢ κάτω, Αἰσχύλ. Ἀγ. 871, καὶ συχνάκις παρὰ τοῖς ἄλλοις Τραγ.: ἐπὶ τῶν θεῶν, ὁ αὐτ. Ἱκ. 597, Πλάτ. Νόμ. 717Β· ἐπὶ τῶν ἐπὶ γῆς ἀνθρώπων, οἱ ἄνωθεν (καθ’ Ἕρμαννον οἱ ἄνω), οἱ ζῶντες, Αἰσχύλ. Χο. 834, Εὐρ. Ἑλ. 1014· ἀλλ’ ὡσαύτως ἐπὶ τοῦ καταστρώματος πλοίου, Θουκ. 7. 63· ἐπὶ τῶν ἐν τῷ ἀέρι πτηνῶν, Σοφ. Ἠλ. 1058· ἡ ἄνωθεν Φρυγία, ἡ ἄνω Φρυγία, Δημ. 671.19. β) σπαν. μετὰ γεν., ἄνωθεν τοῦ στρατοπέδου Ἡρόδ. 1. 75· τῆς νεὼς Πλουτ. Θεμιστ. 12· ἐν Αίσχύλ. Ἀγ. 1579, τὸ γῆς πιθανῶς ἀνήκει εἰς τὸ ἄχη. ΙΙ. ἐπὶ χρόνου, ἐξ ἀρχῆς, ἀπ’ ἀρχῆς, ἄνωθεν ἄρχεσθαι ἐπιχειρεῖν Πλάτ. Φίληβ. 44D, Νόμ. 781D· ἐξετάζειν, Λατ. ex alto repetere, Δημ. 1082. 7· ἐπὶ ἀναφορῶν, εἰς τὰ προηγουμένως γραφέντα, ἀνωτέρω, προηγουμένως, Ἀθανάσ., Γραμμ.: - οἱ ἄνωθεν, οἱ προπάτορες, Πλάτ. Τίμ. 18D· Κορίνθιαι εἰμὲς ἄν., ἐκ καταγωγῆς, Θεόκρ. 15. 91, πρβλ. 22. 164· πονηρὸς ἄνωθεν, ἐκ γενετῆς, Δημ. 1125. 23· ἐν τοῖς ἄν. χρόνοις ὁ αὐτ. 121. 19: - τὰ ἄνωθεν, αἱ πρῶται ἀρχαί, Πλάτ. Φαίδ. 101D. 2) πάλιν ἐκ νέου, πάλιν ἐξ ἀρχῆς, φιλίαν ἀν. ποιεῖται Ἰωσήπ. Ἀρχ. Ἰ. 1. 18, 3, Ἀρτεμ. Ὀνειρ. 1. 14, πρβλ. Εὐαγγ. κ. Ἰω. γ΄ 3, Ἐπιστ. π. Γαλ. δ΄, 9· πρβλ. Ἁρποκρ. ἐν ταῖς λέξ. ἀναθέσθαι, ἀναποδιζόμενα, ἀνασυντάξας.