φοιβάς
From LSJ
ἔσῃ γὰρ ὡς πετεινοῦ ἀνιπταμένου νεοσσὸς ἀφῃρημένος → for you will be as a nestling taken away from a bird that is flying
English (LSJ)
άδος, ἡ,
A priestess of Phoebus: generally, inspired woman, prophetess, E.Hec.827: as fem. Adj., = φοιβάζουσα, Tim.Fr.3.
German (Pape)
[Seite 1295] άδος, ἡ, Priesterinn des Phöbus, übh. die Begeisterte, die Wahrsagerinn, Prophetinn, Eur. Hec. 827, auch als fem. adj., begeistert, wahrsagend.
Greek (Liddell-Scott)
φοιβάς: -άδος, ἡ, ἱέρεια τοῦ Φοίβου, καθόλου, γυνή, θεόπνευστος, προφῆτις, Εὐρ. Ἑκ. 827, πρβλ. Τιμοθ. Ἀποσπ. 1· ὡσαύτως ὡς θηλ. ἐπίθ., = φοιβάζουσα, Πλούτ. 2. 22Α, 170Α.