ἐπεισβάλλω
From LSJ
Μέμνησο νέος ὤν, ὡς γέρων ἔσῃ ποτέ → Iuvenis memento te fore aliquando senem → Bedenke jung schon, dass dereinst ein Greis du bist
English (LSJ)
A throw into besides, ποτῷ E.El.498. II intr., invade again, Th.3.13; of a double attack of fever, Gal.7.352; simply, attack, τῇ ἀγέλῃ Palaeph.1.
German (Pape)
[Seite 911] (s. βάλλω), – 1) noch dazu hineinwerfen, legen, σκύφον ποτῷ Eur. El. 499. – 2) einen Einfall machen; Thuc. 3, 15; τῇ ἀγέλῃ Palaeph. 1, 5.
Greek (Liddell-Scott)
ἐπεισβάλλω: μέλλ. -βᾰλῶ, βάλλω ἢ χύνω ἐντὸς ἄλλου, προσθέτω, ἀλλ’ ἐπεισβαλεῖν ἡδὺ σκύφον τοῦδ’ ἀσθενεστέρῳ ποτῷ, ἀλλ’ εἶναι εὐχάριστον νὰ προσθέσῃ τις ποτήριον ἐκ τούτου (δηλ. τοῦ ἐκλεκτοῦ ποτοῦ) εἰς ἀσθενέστερον ποτόν, Εὐρ. Ἠλ. 498. ΙΙ. ἀμεταβ., εἰσβάλλω ἐκ νέου, Θουκ. 3. 13.