συμμερίζω

From LSJ
Revision as of 11:23, 5 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (6_5)

Λεύσσετε, Θήβης οἱ κοιρανίδαι τὴν βασιλειδᾶν μούνην λοιπήν, οἷα πρὸς οἵων ἀνδρῶν πάσχω → See, you leaders of Thebes, what sorts of things I, its last princess, suffer at the hands of such men

Sophocles, Antigone, 940-942
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συμμερίζω Medium diacritics: συμμερίζω Low diacritics: συμμερίζω Capitals: ΣΥΜΜΕΡΙΖΩ
Transliteration A: symmerízō Transliteration B: symmerizō Transliteration C: symmerizo Beta Code: summeri/zw

English (LSJ)

   A distribute in shares, in Med., πολύπουν κυσί D.L.6.77; parcel out, Judeich Altertümer von Hierapolis 336.11:—Pass., τὸ πλῆθος ἦν ἑκατέροις -όμενον ταῖς γνώμαις D.S.37.2.12.    2 Med., take share in or with, κλέπτῃ v.l.in LXX Pr.29.24; τῷ θυσιαστηρίῳ 1 Ep.Cor.9.13: so in fut. Act. συμμεριοῦσι (v.l. -μετριοῦσι) Vett.Val.264.20.    3 Pass., to be divided together with, c. dat., Procl.Inst.190, Dam.Pr. 271.

German (Pape)

[Seite 981] mittheilen, pass. mit Einem Antheil bekommen, Antheil haben, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

συμμερίζω: διαμοιράζω, μερίζω εἰς μέρη, τισί τι Βυζ.· καὶ οὕτως ἐν τῷ μέσ. τύπῳ, Διογ. Λ. 6. 77, Συλλ. Ἐπιγρ 3916. 11, κτλ. ― ἀλλὰ 2) ἐν τῷ μέσ. τύπῳ ὡσαύτως, λαμβάνω μέρος μετά τινος, συμμετέχω, ἑκατέραις ταῖς γνώμαις Διοδ. Ἐκλογ. 540. 96· τῷ θυσιαστηρίῳ Α΄, Ἐπιστ. πρ. Κορ. θ΄, 13. 3) Παθ., διατίθεμαι κατ’ ἀναλογίαν, διανέμομαι ἀναλόγως, εἰς ἀπόλαυσιν τῶν καλῶν συνεμερίσθη αὐτῷ χρόνος Διον. Ἁλ. Τέχνη Ρητ. 5.