ἐκπυνθάνομαι
Κύριε, σῶσον τὸν δοῦλον σου κτλ. → Lord, save your slave ... (mosaic inscription from 4th cent. church in the Negev)
English (LSJ)
A search out, make inquiry, Il.10.320 ; ἔκ τε πυθέσθαι ἠέ.. ib.308 ; ἵν' ἐκπυθώμεθα πόθεν.. E.Cyc.94, etc. 2 c. acc., hear of, learn, S.Aj.215 (anap.) ; τινός learn from.., E.HF529 ; τὸ πρᾶγμ' ὅπως ἔχει Ar.Ec.752 ; ἐ. τινός question him, Id.Pl.60: c. part., ἐ. τινὰ ἀφιγμένον E.Hel.817.
German (Pape)
[Seite 777] (s. πυνθάνομαι), ausfragen, ausforschen; ἔκ τε πυθέσθαι Il. 10, 308; Il. 20, 129 wird seit Wolf getrennt geschrieben, θεῶν ἐκ πεύσεται ὀμφῆς; Eur. Cycl. 94; τινός, Ar. Plut. 60; – erfahren, τίνα σου πατρίδ' ἐκπυθοίμαν, Soph. O. C. 205, vgl. Ai. 214; σὲ ἀφιγμένον Eur. Hel. 817; πρὶν ἐκπύθωμαι πᾶν τὸ πρᾶγμ' ὅπως ἔχει Ar. Eccl. 752; Sp., wie Plut. Alex. 48.
Greek (Liddell-Scott)
ἐκπυνθάνομαι: μέλλ. -πεύσομαι, ἀποθ., ἀναζητῶ, ἐρωτῶ νὰ μάθω, Ἰλ. Κ. 320· ἔκ τε πυθέσθαι, ἠὲ φυλάσσονται νῆες, κτλ. αὐτόθι 308 (ἐν Ἰλ. Υ. 129, ἀναγνωστέον θεῶν ἐκ πεύσεται ὀμφῆς)· ἵν’ ἐκπυθώμεθα, πόθεν … Εὐρ. Κύκλ. 94, κτλ. 2) μετ’ αἰτ., μανθάνω, ἀκούω, θανάτῳ γὰρ ἴσον πάθος ἐκπεύσει Σοφ. Αἴ. 215· ἐκπ. τί τινος, μανθάνω ἔκ τινος, Εὐρ. Ἡρ. Μαιν. 529, Ἀριστοφ. Ἐκκλ. 752· ἐκπ. τινος, ἐρωτᾶν περί τινος, Ἀριστοφ. Πλ. 60· μετὰ μετοχ., ἐκπ. τινα ἀφιγμένον Εὐρ. Ἑλ. 817. - Πρβλ. ἐκπεύθομαι.