ἐπίθημα

From LSJ
Revision as of 10:17, 5 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (6_22)

κακῶν ἀπέστω θάνατος, ὡς ἴδῃ κακά → of all evils let only death be absent, so he may see evils

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐπίθημα Medium diacritics: ἐπίθημα Low diacritics: επίθημα Capitals: ΕΠΙΘΗΜΑ
Transliteration A: epíthēma Transliteration B: epithēma Transliteration C: epithima Beta Code: e)pi/qhma

English (LSJ)

ατος, τό,

   A something put on (cf. ἐπίθεμα): hence,    1. lid, cover, φωριαμῶν ἐπιθήματα lids of chests, Il.24.228, cf. Hippon.56, Hp. Morb.2.26, Hdt.1.48, Arist.Ath.68.3, IG22.1408; ἀσπίδα ἐ. τῷ φρέατι παράθες Ar.Fr.295; τοὐπ. τῆς χύτρας ἀφελών Hegesipp.Com.1.13; slab, used as the top of a table, Ath.2.49a.    2. monument, sepulchral figure, Is.2.36, Paus.1.2.3.    3. head of a spear, D.S.5.30.    4. device on a shield, Paus.5.25.9.    5. Medic., application, Aret.CA 1.1, 2.2.

German (Pape)

[Seite 943] τό, = ἐπίθεμα, Deckel, φωριαμῶν ἐπιθήματα κάλ' ἀνέῳγεν, Il. 24, 228, vgl. Scholl. Aristonic., Lehrs Aristarch. ed. 2 p. 150; – Her. 1, 48 u. Folgde; τοὐπίθημα τῆς χύτρας ἀφελών Hegesipp. Ath. VII, 290 (v. 13). – Denkmal auf dem Grabe, ἔθαψα καὶ ἐπίθημα καλὸν ἐπέθηκα Is. 2, 36. – Das Obenbefestigte, daher die Lanzenspitze, D. Sic. 5, 50. – Nach den Atticisten bessere Form als ἐπίθεμα, vgl. Lob. Phryn. 249.

Greek (Liddell-Scott)

ἐπίθημα: τὸ, πᾶν ὅ τι ἐπιτίθεται (πρβλ. ἐπίθεμα), ἴδε Συλλ. Ἐπιγρ. 2663· ἐντεῦθεν, 1) ἐπικάλυμμα, σκέπασμα, Τουρκ. «καπάκι», φωριαμῶν ἐπιθήματα, «κιβωτίων πώματα» (Σχόλ.), Ἰλ. Ω. 228, πρβλ. Ἱππών. 47 (41). Ἡρόδ. 1. 48· ἀσπίδα ἐπ. τῷ φρέατι παράθες Ἀριστοφ. Ἀποσπ. (ἴδε Δινδ. 2, σ. 505)· τοὐπ. τῆς χύτρας ἀφελὼν Ἡγήσιππ. ἐν «Ἀδελφοῖς» 1. 13· τὸ ἐπίπεδον τῆς τραπέζης, ἡ ἐπιφάνεια αὐτῆς, τράπεζαι ἐλεφαντόποδες τῶν ἐπιθημάτων ἐκ τῆς καλουμένης σφενδάμνου πεποιημένων Ἀθην. 49Α. 2) τὸ ἐπὶ τοῦ τάφου τιθέμενον μνημεῖονἄγαλμα, ἢ ἁπλῶς κάλυμμα, ἔθαψα… καὶ ἐπίθημα καλὸν ἐπέθηκα Ἰσαῖος 2. 36, Πλουτ. Νουμᾶς 22, Παυσ. 1. 2, 3., 43. 8., 2. 7, 2 κτλ. 3) ἡ αἰχμὴ δόρατος, ἐπιδορατίς, Διόδ. 5. 30. 4) ἐπίσημον, διακριτικὸν σημεῖον, ὅτου δὲ ὁ ἀλεκτρυών ἐστιν ἐπίθημα τῇ ἀσπίδι, κτλ., Παυσ. 5. 25, 9.- Πρβλ. σημ. Λοβεκκ. ἐν Φρυν. σ. 249.