ἀμετάστατος

From LSJ
Revision as of 11:39, 5 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (6_18)

Αὐθαίρετος λύπη 'στὶν ἡ τέκνων σποράProcreation is a self-chosen suffering → Spontalis est miseria satio liberûm → Die Kinderzeugung ist ein selbstgewähltes Leid

Menander, Monostichoi, 641
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀμετάστατος Medium diacritics: ἀμετάστατος Low diacritics: αμετάστατος Capitals: ΑΜΕΤΑΣΤΑΤΟΣ
Transliteration A: ametástatos Transliteration B: ametastatos Transliteration C: ametastatos Beta Code: a)meta/statos

English (LSJ)

ον,

   A unchangeable, unchanging, ἴτω ἀ. μέχρι θανάτου Pl.R.361c; of ideas, ib.378e; τὸ ἀυετάστατον uniformity, Plu.2.135b. Adv. -τως Procl.in Ti.3.22D., etc.

German (Pape)

[Seite 122] nicht umgestellt, Plat. Rep. II, 361e nicht wegzubringen, 378 e mit δυσέκνιπτος vrbdn; Plut. neben ἀμετάθετος.

Greek (Liddell-Scott)

ἀμετάστατος: -ον, ὃν δὲν δύναταί τις νὰ μεταστήσῃ, νὰ μετακινήσῃ εἰς ἄλλο μέρος, ἀμετάβλητος, ὡς τὸ ἀμετάθετος, Πλάτ. Πολ. 361C: τὸ ἀμετάστατον = τὸ ὁμοιόμορφον, Πλούτ. 2. 135Β. - Ἐπίρρ. -τως, Κλήμ. Ἀλ. 858, κτλ. 2) ὃν δὲν δύναταί τις νὰ ἐκβάλῃ ἐκ τοῦ μέσου, νὰ ἐξαφανίσῃ, Πλάτ. Πολ. 378Ε.