πρωτόλεια

From LSJ
Revision as of 09:53, 5 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (6_21)

οὐκ ἔστιν χαίρειν τοῖς ἀσεβέσιν → no rest for the wicked, no peace to the wicked

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πρωτόλεια Medium diacritics: πρωτόλεια Low diacritics: πρωτόλεια Capitals: ΠΡΩΤΟΛΕΙΑ
Transliteration A: prōtóleia Transliteration B: prōtoleia Transliteration C: protoleia Beta Code: prwto/leia

English (LSJ)

τά, (λεία)

   A first spoils in war, and, generally, firstfruits, Lyc.298, f.l. for προτέλεια in J.AJ4.8.22; τὰ π. τῶν ἐμαυτοῦ σώστρων Jul.Ep.184; τῶν σῶν δὲ γονάτων πρωτόλεια θιγγάνω, as the first act of my supplication, E.Or.382: sg.,= ἀπαρχή, Phot.:—as Adj., τὸ πρωτόλειον στέφος Lyc.1228.

Greek (Liddell-Scott)

πρωτόλεια: τά, (λεία) ὡς τὸ ἀκρόλεια, τὰ πρῶτα λάφυρα ἐν πολέμῳ, καὶ καθόλου, οἱ πρῶτοι καρποί, ἀπαρχαὶ (πρβλ. προτέλεια), Λυκόφρ. 298, Ἰωσήπ. Ἰουδ. Ἀρχ. 4. 8, 22, Φώτ., κλπ.· τὰ πρωτόλεια τῶν ἀνοσίων γάμων πραξάμενος Διον. Ἁλ. 4, 30, κτλ.· τῶν σῶν δὲ γονάτων πρωτόλεια θιγγάνω κτλ., ὡς ἀπαρχὰς τῆς ἱκετείας μου, Εὐρ. Ὀρ. 382· ‒ ὡσαύτως ὡς ἐπίθετ., τὸ πρωτόλειον στέφος Λυκόφρ. 1228, πρβλ. Φώτ.