τρητός

From LSJ
Revision as of 10:58, 5 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (6_11)

οἴνῳ τὸν οἶνον ἐξελαύνεινchase out the wine with wine, take a hair of the dog that bit you, try to drive out the wine with wine

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τρητός Medium diacritics: τρητός Low diacritics: τρητός Capitals: ΤΡΗΤΟΣ
Transliteration A: trētós Transliteration B: trētos Transliteration C: tritos Beta Code: trhto/s

English (LSJ)

ή, όν, (τετραίνω)

   A perforated, with a hole in it, λίθος Od. 13.77; ἐν τρητοῖσι λεχέεσσιν, prob. of inlaid bedsteads (cf. τορευτός), Il.3.448, cf. Od.1.440, al.; others expld. it of the holes through which the cords that supported the bedding were drawn, or of the holes in the bedposts which received the framework (ἐνήλατα), EM 765.3:—μελισσᾶν τρητὸς πόνος, i. e. the honeycomb, Pi.P.6.54; τρητά mortised, Pl.Plt.279e; τ. ὀστοῦν, opp. ἄτρητον, Arist.HA516a27; λίθαξ τ. pumice-stone, AP6.66 (Paul. Sil.); τ. δόνακες shepherd's pipes, ib.78 (Eratosth.).

Greek (Liddell-Scott)

τρητός: -ή, -όν, ῥημ. ἐπίθετ. τοῦ τετραίνω, διάτρητος, ἔχων ὀπήν, τρ. λίθος Ὀδ. Ν. 77· ὁ Ὅμ. συνήθως συνάπτει ἐν ἢ παρὰ τρητοῖς λεχέεσσιν, πιθ. ἐπὶ τορευτῶν κλινῶν (πρβλ. τορευτός), Ἰλ. Γ. 448, Ὀδ. Α. 440, κλπ.· ἕτεροι δὲ ἑρμηνεύουσι τὴν λέξιν ὡς σημαίνουσαν τὰς ὀπὰς καθ’ ἃς τὰ μέρη τῆς κλίνης ἐγομφοῦντο ἢ δι’ ὧν διήρχοντο τὰ σχοινία τὰ ὁποῖα ἐκτεινόμενα ἀνεῖχον κάτωθεν τὰ στρώματα, ἴδε Ὀδ. Ψ. 198· -τρητὸς μελισσῶν πόνος, δηλ. ἡ κηρήθρα, Πινδ. Π. 6, ἐν τέλ.· τὰ τρητὰ Πλάτ. Πολιτ. 279Ε· τρ. ὀστοῦν, ἀντίθετ. τῷ ἄτρητον, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 3.7, 5· τρ. λίθαξ, ἡ κίσηρις, ἡ κοινῶς καλουμένη «ἐλαφρόπετρα», Ἀνθ. Π. 6. 66· τρ. δόναξ, αὐλὸς ποιμενικός, αὐτόθι 78.